Σημείο πήξης ονομάζεται η θερμοκρασία κατά την οποία ένα σώμα περνά από την «υγρή – ρευστή» κατάσταση σε «στερεή».
Μιλώντας
για αριστερά στο παρόν άρθρο, αναφερόμαστε σε όλους, από τα
κοινοβουλευτικά κόμματα έως και τις εξω - κοινοβουλευτικές οργανώσεις…
Όταν
έσκασε η ίωση του κορονοϊού, την πρωτοβουλία είχε η κυβέρνηση, η
Αριστερά περίμενε να βρεθεί μία στοιχειωδώς μη συναινετική στους
κυβερνητικούς χειρισμούς θέση.
Πέρασαν αρκετές ημέρες για να βρεθούν δύο (συν ένας) άξονες, τους οποίους ακολουθεί (δίχως εξαίρεση):
α) Το αίτημα ενίσχυσης του συστήματος Δημόσια Υγείας.
Το
αίτημα συνοδεύεται από μία καταγγελία για του «νεοφιλελεύθερους» που
απαξίωναν το σύστημα Δημόσιας Υγείας και που ακόμη και σήμερα δεν
επιτάσσουν κλίνες ιδιωτικών νοσοκομείων αλλά τα μισθώνουν με
«φουσκωμένα» μισθώματα. Ειδικά για το συριζα το ζήτημα θα έπρεπε να του
προκαλεί αμηχανία, αφού χειρίστηκε το σύστημα δημόσιας υγείας μέχρι και 7
μήνες πριν την εμφάνιση του κορονοϊού.
β) Το αίτημα για
περισσότερα μέτρα (και περισσότερο ισότιμα κατανεμημένα μέτρα) ενίσχυσης
των πληγέντων από τον κορονοϊό (ή καλύτερα των πληγέντων από τα μέτρα
κατά του κορονοϊού).
Εδώ περιλαμβάνεται η συζήτηση για το επίδομα
των 800 ευρώ (εάν είναι αρκετό και σε ποιους δόθηκε), για τις
διευκολύνεις και ελαφρύνεις προς εφορία και ασφαλιστικά ταμεία, για τις
νέες φιλεργοδοτικές νομοθεσίες.
γ) Ως συνεπακόλουθο των παραπάνω
θέσεών της, η Αριστερά ζητά νέα και περισσότερα μέτρα καταπολέμησης της
ίωσης. Ας πούμε ότι η Αριστερά καλεί το κράτος να επιβάλλει «περισσότερη
ή καλύτερα διευθετημένη» καραντίνα. Εδώ περιλαμβάνονται νέες «έξυπνες»
προτάσεις για πιο εστιασμένη καραντίνα, καταγγελίες για το συνωστισμό σε
εταιρίες ή στρατόπεδα, επιθέσεις στις ανακολουθίες του Τσιόδρα κλπ.
Λείπει κάτι; Βέβαια, λείπει το σημαντικότερο!
Η
σοσιαλδημοκρατία αποφεύγει να θίξει την προφανή αντισυνταγματικότητα
των μέτρων (έχουμε ήδη αναφερθεί στο άρθρο μας «Περί Συντάγματος (όχι
της πλατείας)».
Η ριζοσπαστική αριστερά αποφεύγει να θίξει την
επέλαση του φασισμού, το νέο ολοκληρωτικό κράτος, το κράτος κατάστασης
εξαίρεσης που δε χωράει στο αστικό σύνταγμα, που παρατάσσει σε θέση
μάχης μπάτσους, στρατό, και κυρίως το νέο εθνικό του κορμό, τους νέους
hipsters νομιμόφρονες.
Αποφεύγει λοιπόν η Αριστερά (σε κάθε
εκδοχή της) να παλέψει με το θηρίο του Μιλιταρισμού, αντίθετα φυτεύει
την κριτική της στο έδαφός του (κι ας είναι ορθή και δίκαιη η απαίτηση
για επίταξη των ιδιωτικών νοσοκομείων κι η καταγγελία των έκτακτων /
μόνιμων νομοθεσιών αναστολής της σχέσης εργασίας).
Γι’ αυτό μοιάζει
απελπιστικά ακίνητη-παγωμένη (εξ' ου και το σημείο πήξεως), τη στιγμή
που η κυβέρνηση, έχοντας την απόλυτη πρωτοβουλία, ελίσσεται με
διαφορετικό τρόπο κάθε μέρα. Επιμένει σε μία ποσοτική/διαχειριστική
κριτική σε μία ατζέντα που έθεσε πρώτη η Κυβέρνηση. «Δεν είναι πολλά τα
800 ευρώ, δεν δόθηκαν σε πολλούς, πρέπει να αυξηθούν οι φοροελαφρύνσεις,
πρέπει να επιταχτούν, όχι απλώς να μισθωθούν οι κλίνες των ιδιωτικών
νοσοκομείων».
Με την εξαίρεση της κριτικής στις
φιλεργοδοτικές/αντεργατικές νομοθεσίες (αναστολή εργασιακής σχέσης) η
αριστερή κριτική μοιάζει με εσωκομματική αντιπολίτευση… Και κάθε μέρα
μετράει απλώς εάν περιορίστηκε ή διευρύνθηκε το μέγεθος της δεδομένης
ήττας της. Όχι μόνο έναντι της κυβέρνησης, κυρίως έναντι της Ιστορίας.
Στην τελική δεν είναι η ταξική πάλη ή το κράτος πρόνοιας που
προσλαμβάνει (λίγους ή πολλούς) νοσηλευτές και διανέμει (λίγη ή αρκετή)
ενίσχυση. Είναι ο Μιλιταρισμός.
«Μείνετε Σπίτι» φωνάζει η αριστερά. Μοιάζει όλο και περισσότερο εγκλωβισμένη.
Η
κυρία Ρόζα στη φώτο δε χρειάζεται συστάσεις. Τότε, το 1914, όταν ο κάθε
ιμπεριαλισμός έστηνε χαρακώματα για να ταΐσει με κρέας προλετάριων τα
κανόνια του, η Ρόζα Λούξεμπουργκ και σύντροφοί της (Λίμπκνεχτ) δεν
συναίνεσαν στη σφαγή (όπως συναίνεσε η υπόλοιπη γερμανική «αριστερά»),
δε ξέμεινε να συζητά τις λεπτομέρειες των συνθηκών στα χαρακώματα και
στα μετόπισθεν. Στους πιο εφιαλτικούς καιρούς κατήγγειλε το πόλεμο και
το μιλιταρισμό, όχι απλώς τους εχθρούς του κράτους της.