ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΣΠΕΙΡΩΣΗ ΑΝΑΡΧΙΚΩΝ
«Το βιβλίο αυτό είναι μια συλλογή ατομικών βιωματικών αφηγήσεων με θέμα την Εξέγερση του Πολυτεχνείου (14-18 Νοεμβρίου 1973). Αποτελείται από ογδόντα τέσσερα απομαγνητοφωνημένα κείμενα προφορικών μαρτυριών-συνεντεύξεων με ισάριθμους αφηγητές, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν από τα τέλη του 2010 έως και το φθινόπωρο του 2019.
Πρόκειται για μια συστηματική μελέτη προφορικής ιστορίας με βάση επάλληλα κριτήρια αντιπροσωπευτικότητας όσον αφορά τη συμμετοχή στα γεγονότα, που τη συναπαρτίζουν μαρτυρίες από γυναίκες και άντρες, φοιτήτριες και φοιτητές, συνδικαλιστές του αντιδικτατορικού φοιτητικού κινήματος, μέλη παράνομων οργανώσεων, μαθητές, εργάτες, διαδηλωτές που τραυματίστηκαν από σφαίρες, αυτόπτες μάρτυρες και στρατιωτικούς. Βασικός στόχος του βιβλίου είναι να αποτελέσει ένα σώμα πληροφοριών, που θα καλύψει ορισμένα από τα κενά της έρευνας γύρω από την Εξέγερση του Πολυτεχνείου, και παράλληλα να συμβάλλει στη διατήρηση της μνήμης ενός από τα πιο εμβληματικά γεγονότα της νεότερης ελληνικής ιστορίας, το οποίο συνεχίζει να είναι αντικείμενο έντονων φορτίσεων αλλά και να υπόκειται σε διάφορες στρεβλώσεις και ποικίλες αναθεωρήσεις».
(Από το οπισθόφυλλο της έκδοσης)
Όπως παρατηρεί ο Ιάσονας Χανδρινός στην Εισαγωγή, «η σταθερή ταύτιση της ζωντανής μνήμης του Πολυτεχνείου με τις εμπειρίες των πρωταγωνιστών του φοιτητικού κινήματος έχει διαμορφώσει ένα λίγο πολύ σταθερό πλαίσιο πρόσληψης των γεγονότων, από το οποίο απουσιάζουν –ή συνειδητά εξοστρακίζονται- πτυχές που εμπίπτουν στο πολιτικά μη ορθό, όπως η παρουσία αναρχικών (η οποία, στην καλύτερη περίπτωση, εξοστρακίζεται ως ακτιβισμός εκτός τόπου και χρόνου), η περίφημη «εργατική συνέλευση» (η οποία περιγράφεται ως κάτι ρομαντικό έως υπερφίαλο), οι σκέψεις για «δυναμικότερες» ενέργειες, ακόμα και η φόρτιση του εξεγερμένου πλήθους, συμπεριλαμβανομένων των απλούστερων εκδοχών της, για παράδειγμα των ύβρεων προς τους αστυνομικούς».
Ένα, επίσης, σημαντικό στοιχείο που καταγράφει ο Χανδρινός είναι η κλιμάκωση των γεγονότων μέσα από μια σταδιακή διόγκωση της κατάληψης, που, όμως, φαίνεται να αναπτύσσεται μάλλον «αμυντικά» σ’ ό,τι την περιβάλλει: «την τελευταία νύχτα της μεγάλης κλιμάκωσης, οι έγκλειστοι στο πολιορκημένο Πολυτεχνείο αγνοούν τα τεκταινόμενα στην περίμετρο της εξέγερσης, ακόμα και σε απόσταση μερικών δεκάδων μέτρων πιο πέρα, όπου διεξάγονταν πραγματικές, αιματηρές συγκρούσεις πολιτών με τις αστυνομικές δυνάμεις».
Δεκάδες οι μαρτυρίες που συμπεριλαμβάνονται στην έκδοση για τις συνεχείς προσπάθειες Κνιτών και Ρηγάδων να εκκενωθεί ο χώρος, να μη προχωρήσει η κατάληψη, να ελεγχθούν τα συνθήματα, να σβήνονται «ακραία» συνθήματα από τους τοίχους, να απομονώνονται τα «ακραία στοιχεία», να καλούνται πραξικοπηματικά οι «παλαιοί» πολιτικοί να συνταχθούν (ή μάλλον να ηγηθούν) των καταληψιών.
«Κάποια στιγμή το απόγεμα, στις 16.00 ή 17.00 –οι μπάτσοι τίποτα, κάποια στιγμή έφυγαν τελείως νομίζω, βγάζουνε γραμμή οι Κνίτες και οι Ρηγάδες να φύγουμε από το Πολυτεχνείο. Εκεί, στο προαύλιο, γίνεται φωναχτά μια αντιπαράθεση «να φύγουμε, να μείνουμε», ανάμεσα σ’ εμένα και τον Κυριάκο τον Σταμέλο, κι ενώ φεύγουν οι Κνίτες κι οι Ρηγάδες, εμείς μένουμε. Κι αρχίζει να μαζεύεται κόσμος […] Αυτοί που κάναμε τις κινήσεις για να γίνει η κατάληψη ήμασταν δέκα άτομα –που πρωτοστατήσαμε- και άλλα πενήντα περίπου συνεργήσανε […] Πρέπει να ’καναν επανειλημμένες προσπάθειες οι Κνίτες κι οι Ρηγάδες [να το διαλύσουν]: Κάποια στιγμή βγαίνουν αργά το βράδυ, ενώ έχει μαζευτεί κόσμος, συγκεντρώνονται στην πύλη μπροστά και φωνάζουνε «να σηκωθούμε να φύγουμε» και τέτοια. Αλλά είναι τέτοια η ροπή του κόσμου που, στο κάτω κάτω, όταν βλέπει ότι δεν επιτίθεται η αστυνομία, δεν έχει λόγο να φύγει…». (Μαρτυρία Δημήτρη Κουμάνταρου, φοιτητή Οικονομικού Νομικής, 9-4-2011, 16-1-2012 σελ. 307-308).
Και όμως, η μέθη της εξέγερσης τα παρέσυρε όλα και όλους, «δεν γινόταν να μην πάμε στο Πολυτεχνείο», περιγράφουν οι πάντες, «δεν γινόταν να φύγουμε ακόμα και αν διαφωνούσαμε» εξηγούν στο ίδιο κατηγορηματικό τόνο. Γιατί; Γιατί βίωναν πρώτα απ’ όλα ως ντροπιαστική κατάσταση την χούντα, γιατί απλά δεν γινόταν διαφορετικά, και ας γνώριζαν τον κίνδυνο, και ας είχαν διαλυθεί πολλοί απ’ αυτούς ψυχολογικά και σωματικά ήδη από τα βασανιστήρια σε προηγούμενες συλλήψεις.
Η «φιλελευθεροποίηση» του καθεστώτος, η «αισθητικοποίηση» του φάνταζε το ίδιο νοσηρή το ίδιο ανεπιθύμητη, η αποδοχή της σήμαινε συμβιβασμό και προσαρμογή. Επέτρεψε, όμως, την επιστροφή φοιτητών, που είχαν στρατευθεί με αποτέλεσμα οι περισσότεροι να σπεύσουν στο Πολυτεχνείο.
Οι «300 προβοκάτορες» έκαναν το βήμα, ένα βήμα που θα έμενε μετέωρο, εάν δεν υπήρχε πίστη, θάρρος, όραμα, μια απίστευτη αίσθηση της συλλογικότητας, φροντίδας, της ανάγκης να βρίσκεται ο ένας με τον άλλον, μια αίσθηση αυταπάρνησης που έσβησε τις κομματικές γραμμές, τις προσωπικότητες με τα γαλόνια και το «ειδικό βάρος». Γι’ αυτό τα αριστερά κόμματα πρώτα απ’ όλα αποτιμούσαν αρνητικά την εξέγερση τα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια.
«Τώρα υπό αυτούς τους όρους συνέβη η εξέγερση που λέγεται Νοέμβρης ’73 και η οποία δεν ήταν μέσα. Με τα λεωφορεία που σταματάγανε εντελώς ευλαβικά και φεύγανε «στολισμένα» απ’ το Πολυτεχνείο, μέχρι [τον πομπό] –πάντα ο πομπός και ο πολύγραφος- συνέβησαν αυτά τα οποία εγώ δεν τα ’χω ζήσει απ’ έξω από το Πολυτεχνείο, ο κόσμος με τα οδοφράγματα και τα λοιπά, όπου εκεί ήταν οι περισσότεροι νεκροί και εκεί ήτανε, απ’ ότι έχω καταλάβει πια, η ανάληψη της βίαιας πρωτοβουλίας του κόσμου που δεν είχε αναφερθεί ούτε σε συλλογικότητες ούτε σε αποφάσεις ούτε σε τίποτα. Του την έδωσε και κατέβηκε στον δρόμο. Δεν μπορούσε να εκπροσωπηθεί από τίποτα ο κόσμος που κατέβηκε. Ούτε από το Πολυτεχνείο. Και αυτό είναι που δίνει στην εξέγερση το χαρακτήρα της: ότι δεν εκπροσωπούνταν από κανέναν. Αυτό ήταν που ελπίζαμε τόσο καιρό και για μένα ήταν κάτι μυθικό εκείνες τις μέρες. Ότι απ’ έξω γίνεται κάτι. Και πάντα υπήρχε ο πειρασμός: «Γαμώ το, τι κάνουμε εδώ πέρα; Έξω γίνεται της πουτάνας!» Εντάξει, και μέσα γινόταν της πουτάνας, αλλά με άλλο χαρακτήρα. Ήταν ένας συγκροτημένος χώρος, υπήρχε κάποια νομιμοποίηση –πως να σου πω-, νομιμοποίηση με μια γενική έννοια δικαίου: Ότι εδώ εκφράζεται ένας χώρος, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία γι’ αυτό… Πατάμε σε μια απ’ ευθείας εντολή. Έξω η εξέγερση είναι «κατεβαίνω προσωπικά ο ίδιος και ο ίδιος αποτελώ το μήνυμα, το μέσο…». Οι «έξω» γράφουν την ιστορία του Πολυτεχνείου κατά τη γνώμη μου, τη διάσταση της εξέγερσης. Αναφέρονται στο «μέσα», αλλά πλέον η εξέγερση δεν μπορεί να νομιμοποιηθεί από τίποτα. Είναι σαν το ’08. Η εξέγερση αναφέρθηκε στον Γρηγορόπουλο, αλλά ήθελε κάτι άλλο. Ότι εδώ δεν αναγνωρίζουμε, καμία νομιμότητα, επίσης δεν προτείνουμε τίποτα […]» (Μαρτυρία Αντώνη Μαούνη φοιτητή Αρχιτεκτονικής, Ρήγας Φεραίος, 9-10-2011, σελ. 400).
«Στη Λυκούργου στρίβω αριστερά, βλέπω τανκ στην Αθηνάς. Ξανακάνω δεξιά στην Κλεισθένους και στο τέρμα της, δηλαδή πίσω ακριβώς από το Δημαρχείο, βλέπω κόσμο ο οποίος κατέβαζε ξύλα και υλικά και έφτιαχνε οδόφραγμα… Και τότε κυριάρχησε μέσα μου το «εδώ είμαστε». Το πράγμα συνεχίζεται […] και αρχίζω να τρέχω προς το οδόφραγμα… Πέφτει τόση πέτρα που οπισθοχωρούν και το βανάκι και οι μπάτσοι. Χαμός, πανηγυρισμοί ο κόσμος, πανηγυρίζω κι εγώ κι εκεί ήταν η αποκάλυψη.
Γυρίζω τριγύρω και παθαίνω σοκ. Γιατί γύρω μου είναι πόσοι; Είκοσι; Τριάντα; Νέα παιδιά που είναι –τι να πω; – 20 με 25 χρονώ; Οι οποίοι έχουν το χαρακτηριστικό ότι δεν φοράνε το κλασικό φοιτητικό τζάκετ, δεν φοράνε τζιν, δεν έχουν γένια, δεν φοράνε αρβύλες ή ελβιέλα, αλλά φοράνε καμπάνα μισό μέτρο κάτω και καρέ μαλλάκι προς τα πίσω… Με λίγα λόγια, νέα παιδιά, εργατόπαιδα, μαθητές, τεχνικές σχολές, δεν ξέρω τι μπορεί να ήτανε, σίγουρα πάντως δεν ήταν φοιτητική διανόηση. Καμία διάθεση υποβάθμισης στους φοιτητές, αλλά αυτό ήταν το κάτι άλλο. Ένα νεολαιίστικο κράμα από, προφανώς, εργατογειτονιά, που μπορεί να ήταν και Πατήσια, αλλά εμένα μου έμοιαζε με Μπουρνάζι. Εκεί στο οδόφραγμα ήταν όλη εκείνη η πιτσιρικαρία που έβλεπε τηλεόραση, ειδικά με το Γουέμπλεϊ ήταν Παναθηναϊκός και τα μυαλά στα κάγκελα, που ακούγανε ελαφρολαϊκό και Καζαντζίδη, που το «μαλάκα» (όχι τόσο συνηθισμένη λέξη ανάμεσα στους φοιτητές εκείνη την εποχή) έδινε και έπαιρνε: «Πιάστ’ το δοκάρι, ρε… Όχι αυτό, ρε μαλάκα, αυτό είναι τάβλα, το δοκάρι είναι το άλλο!» […] Έκανε «μπαμ». Περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο εκεί έβλεπες το «λαϊκή εξέγερση». Προφανώς, τέτοιου τύπου ιστορίες θα υπήρχαν συνέχεια όλες τις προηγούμενες μέρες του Πολυτεχνείου στην Αθήνα, αλλά εκείνη την ώρα που έχει υπάρξει καταστολή, συνεχίζεται γύρω γύρω στους δρόμους (στο Αιγάλεω, ας πούμε, ξέρω ότι συνεχίστηκε μέχρι και την Κυριακή το πρωί). Ο κόσμος που είχε βγει έξω και δεν καταλάβαινε μία από καταστολή… Καταλαβαίνανε, αλλά αντιλαμβάνεσαι τι θέλω να πω […] Δεν νομίζω ότι υπήρχαν πολλοί φοιτητές στους δρόμους το Σάββατο το μεσημέρι, εκείνη την ώρα. Νομίζω ότι τέτοιος ήταν ο κόσμος που ήταν εκεί έξω […] Προσπαθώ να βγω, λοιπόν, ξαναμπερδεύτηκα, αλλά τελικά βγαίνω στο Μοναστηράκι και, με το που κοιτάζω πίσω προς την Αθηνάς βλέπω στο ύψος που είναι σήμερα μια «Alpha Bank» το διπλανό που ήταν γιαπί και είχε ένα τεράστιο λάκκο για τα θεμέλια, που είχε μέσα ό,τι μπορείς να φανταστείς από δοκάρια, τούβλα και της Παναγιάς τα μάτια, και είχανε πάρει από κει και είχανε κάνει ένα οδόφραγμα που το προηγούμενο που είχα δει στην Κλεισθένους ήταν Μαίρη Πόπινς μπροστά του (γέλια). Μιλάμε για υπερπαραγωγή, με πινακίδες πλαίσια, σιδεριές, πέτρες, μπετόβεργες. Πεζοδρόμια δεξιά κι αριστερά ξηλωμένα από τις πλάκες και ξηλώνοντας ακόμα». Πήγα, θυμάμαι κατά κει, κάθισα και στο βάθος, και στο βάθος έβλεπες θωρακισμένα άρματα, εκεί περίπου στην Αγορά» (Μαρτυρία, Κώστα Πίττα, φοιτητή Πολυτεχνείου Πάτρας, 7-1-2016, σελ. 567).
Η καταστολή, λοιπόν, της κατάληψης του Πολυτεχνείου δεν έσβησε με μιας το πνεύμα της εξέγερσης, που είχε καταλάβει τους χιλιάδες ανώνυμους εξεγερμένους που μέχρι και την Κυριακή συνέχιζαν να συγκρούονται με τις κατασταλτικές δυνάμεις. Αυτό το εξεγερτικό πνεύμα ορθώθηκε δεκάδες φορές στα μεταπολιτευτικά χρόνια, εκφράσθηκε στους εργατικούς αγώνες, στις φοιτητικές και μαθητικές καταλήψεις, με συγκρούσεις με οδοφράγματα, με ασυμβίβαστους και πολύμορφους αγώνες πέρα και ενάντια στα κόμματα και την πολιτική.
Θα κλείσουμε με μια ακόμη μαρτυρία του Δημήτρη Κουμάνταρου.
«Εγώ έχω και μια τραγική ιστορία: Το 1995, τότε που μαντρώσανε 500 παιδιά στο Πολυτεχνείο, ήμουνα στα τελευταία που δούλευα στην Ελευθεροτυπία και παρακολουθούσα απ’ την τηλεόραση στο σπίτι μου τα γεγονότα […] Ο πρώην επικεφαλής που τους βάζει στις κλούβες είναι ο βασανιστής μου, ο ένας απ’ αυτούς που με συνέβαλαν στο δρόμο, αλλά και ένας εκ των βασανιστών, απ’ την φωνή αναγνωρίζοντάς τον, επικεφαλής μοίραρχος τότε. Ο οποίος είναι Αττικάρχης. Και μάλιστα (κι εδώ είναι η τρέλα), επί υπουργίας αντιστασιακού συλληφθέντος, του Σήφη του Βαλυράκη. Εγώ –πως να σ’ το πω- δεν έχω κρατήσει προσωπική κακία απέναντί του. Κι εγώ, αν τον πετύχαινα κι είχα περίστροφο, μπορεί και να τον καθάριζα, τέτοια νοοτροπία είχα ως «αντίπαλος». Αλλά το ότι τον βλέπω το ’95 Αττικάρχη με υπουργό Βαλυράκη, το θεωρώ μια τραγωδία της μοίρας (γέλια). Και το ’χα πει μάλιστα σ’ έναν και το ’χε γράψει στην Ελευθεροτυπία γιατί δεν ήθελα να ανοίξω και βεντέτα μ’ αυτόνανε, εννοώ δεν τον έκραξα δημόσια. Το ’χα πει στον Τζουμάκα που τον ήξερα από την Νομική. Και δεν ξαφνιάστηκε. Δηλαδή, δεν ήταν κάτι… Το ’χω γράψει κάπου αυτό: Δυο φορές έχω κλάψει για πολιτικούς λόγους στη ζωή μου και η μια ήταν αυτή. Που τον είδα αυτόν στην τηλεόραση και μου ’ρθαν ζουμιά. Όχι από προσωπικό βίωμα. Για το γαμώτο… Και ο Βαλυράκης μες στο γαμώτο. Και τα παιδιά που τα ’χαν μαντρώσει μες στο γαμώτο…» (Μαρτυρία Δημήτρη Κουμάνταρου, ό.π., σελ. 315-316).
Συσπείρωση Αναρχικών
Όπως παρατηρεί ο Ιάσονας Χανδρινός στην Εισαγωγή, «η σταθερή ταύτιση της ζωντανής μνήμης του Πολυτεχνείου με τις εμπειρίες των πρωταγωνιστών του φοιτητικού κινήματος έχει διαμορφώσει ένα λίγο πολύ σταθερό πλαίσιο πρόσληψης των γεγονότων, από το οποίο απουσιάζουν –ή συνειδητά εξοστρακίζονται- πτυχές που εμπίπτουν στο πολιτικά μη ορθό, όπως η παρουσία αναρχικών (η οποία, στην καλύτερη περίπτωση, εξοστρακίζεται ως ακτιβισμός εκτός τόπου και χρόνου), η περίφημη «εργατική συνέλευση» (η οποία περιγράφεται ως κάτι ρομαντικό έως υπερφίαλο), οι σκέψεις για «δυναμικότερες» ενέργειες, ακόμα και η φόρτιση του εξεγερμένου πλήθους, συμπεριλαμβανομένων των απλούστερων εκδοχών της, για παράδειγμα των ύβρεων προς τους αστυνομικούς».
Ένα, επίσης, σημαντικό στοιχείο που καταγράφει ο Χανδρινός είναι η κλιμάκωση των γεγονότων μέσα από μια σταδιακή διόγκωση της κατάληψης, που, όμως, φαίνεται να αναπτύσσεται μάλλον «αμυντικά» σ’ ό,τι την περιβάλλει: «την τελευταία νύχτα της μεγάλης κλιμάκωσης, οι έγκλειστοι στο πολιορκημένο Πολυτεχνείο αγνοούν τα τεκταινόμενα στην περίμετρο της εξέγερσης, ακόμα και σε απόσταση μερικών δεκάδων μέτρων πιο πέρα, όπου διεξάγονταν πραγματικές, αιματηρές συγκρούσεις πολιτών με τις αστυνομικές δυνάμεις».
Δεκάδες οι μαρτυρίες που συμπεριλαμβάνονται στην έκδοση για τις συνεχείς προσπάθειες Κνιτών και Ρηγάδων να εκκενωθεί ο χώρος, να μη προχωρήσει η κατάληψη, να ελεγχθούν τα συνθήματα, να σβήνονται «ακραία» συνθήματα από τους τοίχους, να απομονώνονται τα «ακραία στοιχεία», να καλούνται πραξικοπηματικά οι «παλαιοί» πολιτικοί να συνταχθούν (ή μάλλον να ηγηθούν) των καταληψιών.
«Κάποια στιγμή το απόγεμα, στις 16.00 ή 17.00 –οι μπάτσοι τίποτα, κάποια στιγμή έφυγαν τελείως νομίζω, βγάζουνε γραμμή οι Κνίτες και οι Ρηγάδες να φύγουμε από το Πολυτεχνείο. Εκεί, στο προαύλιο, γίνεται φωναχτά μια αντιπαράθεση «να φύγουμε, να μείνουμε», ανάμεσα σ’ εμένα και τον Κυριάκο τον Σταμέλο, κι ενώ φεύγουν οι Κνίτες κι οι Ρηγάδες, εμείς μένουμε. Κι αρχίζει να μαζεύεται κόσμος […] Αυτοί που κάναμε τις κινήσεις για να γίνει η κατάληψη ήμασταν δέκα άτομα –που πρωτοστατήσαμε- και άλλα πενήντα περίπου συνεργήσανε […] Πρέπει να ’καναν επανειλημμένες προσπάθειες οι Κνίτες κι οι Ρηγάδες [να το διαλύσουν]: Κάποια στιγμή βγαίνουν αργά το βράδυ, ενώ έχει μαζευτεί κόσμος, συγκεντρώνονται στην πύλη μπροστά και φωνάζουνε «να σηκωθούμε να φύγουμε» και τέτοια. Αλλά είναι τέτοια η ροπή του κόσμου που, στο κάτω κάτω, όταν βλέπει ότι δεν επιτίθεται η αστυνομία, δεν έχει λόγο να φύγει…». (Μαρτυρία Δημήτρη Κουμάνταρου, φοιτητή Οικονομικού Νομικής, 9-4-2011, 16-1-2012 σελ. 307-308).
Και όμως, η μέθη της εξέγερσης τα παρέσυρε όλα και όλους, «δεν γινόταν να μην πάμε στο Πολυτεχνείο», περιγράφουν οι πάντες, «δεν γινόταν να φύγουμε ακόμα και αν διαφωνούσαμε» εξηγούν στο ίδιο κατηγορηματικό τόνο. Γιατί; Γιατί βίωναν πρώτα απ’ όλα ως ντροπιαστική κατάσταση την χούντα, γιατί απλά δεν γινόταν διαφορετικά, και ας γνώριζαν τον κίνδυνο, και ας είχαν διαλυθεί πολλοί απ’ αυτούς ψυχολογικά και σωματικά ήδη από τα βασανιστήρια σε προηγούμενες συλλήψεις.
Η «φιλελευθεροποίηση» του καθεστώτος, η «αισθητικοποίηση» του φάνταζε το ίδιο νοσηρή το ίδιο ανεπιθύμητη, η αποδοχή της σήμαινε συμβιβασμό και προσαρμογή. Επέτρεψε, όμως, την επιστροφή φοιτητών, που είχαν στρατευθεί με αποτέλεσμα οι περισσότεροι να σπεύσουν στο Πολυτεχνείο.
Οι «300 προβοκάτορες» έκαναν το βήμα, ένα βήμα που θα έμενε μετέωρο, εάν δεν υπήρχε πίστη, θάρρος, όραμα, μια απίστευτη αίσθηση της συλλογικότητας, φροντίδας, της ανάγκης να βρίσκεται ο ένας με τον άλλον, μια αίσθηση αυταπάρνησης που έσβησε τις κομματικές γραμμές, τις προσωπικότητες με τα γαλόνια και το «ειδικό βάρος». Γι’ αυτό τα αριστερά κόμματα πρώτα απ’ όλα αποτιμούσαν αρνητικά την εξέγερση τα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια.
«Τώρα υπό αυτούς τους όρους συνέβη η εξέγερση που λέγεται Νοέμβρης ’73 και η οποία δεν ήταν μέσα. Με τα λεωφορεία που σταματάγανε εντελώς ευλαβικά και φεύγανε «στολισμένα» απ’ το Πολυτεχνείο, μέχρι [τον πομπό] –πάντα ο πομπός και ο πολύγραφος- συνέβησαν αυτά τα οποία εγώ δεν τα ’χω ζήσει απ’ έξω από το Πολυτεχνείο, ο κόσμος με τα οδοφράγματα και τα λοιπά, όπου εκεί ήταν οι περισσότεροι νεκροί και εκεί ήτανε, απ’ ότι έχω καταλάβει πια, η ανάληψη της βίαιας πρωτοβουλίας του κόσμου που δεν είχε αναφερθεί ούτε σε συλλογικότητες ούτε σε αποφάσεις ούτε σε τίποτα. Του την έδωσε και κατέβηκε στον δρόμο. Δεν μπορούσε να εκπροσωπηθεί από τίποτα ο κόσμος που κατέβηκε. Ούτε από το Πολυτεχνείο. Και αυτό είναι που δίνει στην εξέγερση το χαρακτήρα της: ότι δεν εκπροσωπούνταν από κανέναν. Αυτό ήταν που ελπίζαμε τόσο καιρό και για μένα ήταν κάτι μυθικό εκείνες τις μέρες. Ότι απ’ έξω γίνεται κάτι. Και πάντα υπήρχε ο πειρασμός: «Γαμώ το, τι κάνουμε εδώ πέρα; Έξω γίνεται της πουτάνας!» Εντάξει, και μέσα γινόταν της πουτάνας, αλλά με άλλο χαρακτήρα. Ήταν ένας συγκροτημένος χώρος, υπήρχε κάποια νομιμοποίηση –πως να σου πω-, νομιμοποίηση με μια γενική έννοια δικαίου: Ότι εδώ εκφράζεται ένας χώρος, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία γι’ αυτό… Πατάμε σε μια απ’ ευθείας εντολή. Έξω η εξέγερση είναι «κατεβαίνω προσωπικά ο ίδιος και ο ίδιος αποτελώ το μήνυμα, το μέσο…». Οι «έξω» γράφουν την ιστορία του Πολυτεχνείου κατά τη γνώμη μου, τη διάσταση της εξέγερσης. Αναφέρονται στο «μέσα», αλλά πλέον η εξέγερση δεν μπορεί να νομιμοποιηθεί από τίποτα. Είναι σαν το ’08. Η εξέγερση αναφέρθηκε στον Γρηγορόπουλο, αλλά ήθελε κάτι άλλο. Ότι εδώ δεν αναγνωρίζουμε, καμία νομιμότητα, επίσης δεν προτείνουμε τίποτα […]» (Μαρτυρία Αντώνη Μαούνη φοιτητή Αρχιτεκτονικής, Ρήγας Φεραίος, 9-10-2011, σελ. 400).
«Στη Λυκούργου στρίβω αριστερά, βλέπω τανκ στην Αθηνάς. Ξανακάνω δεξιά στην Κλεισθένους και στο τέρμα της, δηλαδή πίσω ακριβώς από το Δημαρχείο, βλέπω κόσμο ο οποίος κατέβαζε ξύλα και υλικά και έφτιαχνε οδόφραγμα… Και τότε κυριάρχησε μέσα μου το «εδώ είμαστε». Το πράγμα συνεχίζεται […] και αρχίζω να τρέχω προς το οδόφραγμα… Πέφτει τόση πέτρα που οπισθοχωρούν και το βανάκι και οι μπάτσοι. Χαμός, πανηγυρισμοί ο κόσμος, πανηγυρίζω κι εγώ κι εκεί ήταν η αποκάλυψη.
Γυρίζω τριγύρω και παθαίνω σοκ. Γιατί γύρω μου είναι πόσοι; Είκοσι; Τριάντα; Νέα παιδιά που είναι –τι να πω; – 20 με 25 χρονώ; Οι οποίοι έχουν το χαρακτηριστικό ότι δεν φοράνε το κλασικό φοιτητικό τζάκετ, δεν φοράνε τζιν, δεν έχουν γένια, δεν φοράνε αρβύλες ή ελβιέλα, αλλά φοράνε καμπάνα μισό μέτρο κάτω και καρέ μαλλάκι προς τα πίσω… Με λίγα λόγια, νέα παιδιά, εργατόπαιδα, μαθητές, τεχνικές σχολές, δεν ξέρω τι μπορεί να ήτανε, σίγουρα πάντως δεν ήταν φοιτητική διανόηση. Καμία διάθεση υποβάθμισης στους φοιτητές, αλλά αυτό ήταν το κάτι άλλο. Ένα νεολαιίστικο κράμα από, προφανώς, εργατογειτονιά, που μπορεί να ήταν και Πατήσια, αλλά εμένα μου έμοιαζε με Μπουρνάζι. Εκεί στο οδόφραγμα ήταν όλη εκείνη η πιτσιρικαρία που έβλεπε τηλεόραση, ειδικά με το Γουέμπλεϊ ήταν Παναθηναϊκός και τα μυαλά στα κάγκελα, που ακούγανε ελαφρολαϊκό και Καζαντζίδη, που το «μαλάκα» (όχι τόσο συνηθισμένη λέξη ανάμεσα στους φοιτητές εκείνη την εποχή) έδινε και έπαιρνε: «Πιάστ’ το δοκάρι, ρε… Όχι αυτό, ρε μαλάκα, αυτό είναι τάβλα, το δοκάρι είναι το άλλο!» […] Έκανε «μπαμ». Περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο εκεί έβλεπες το «λαϊκή εξέγερση». Προφανώς, τέτοιου τύπου ιστορίες θα υπήρχαν συνέχεια όλες τις προηγούμενες μέρες του Πολυτεχνείου στην Αθήνα, αλλά εκείνη την ώρα που έχει υπάρξει καταστολή, συνεχίζεται γύρω γύρω στους δρόμους (στο Αιγάλεω, ας πούμε, ξέρω ότι συνεχίστηκε μέχρι και την Κυριακή το πρωί). Ο κόσμος που είχε βγει έξω και δεν καταλάβαινε μία από καταστολή… Καταλαβαίνανε, αλλά αντιλαμβάνεσαι τι θέλω να πω […] Δεν νομίζω ότι υπήρχαν πολλοί φοιτητές στους δρόμους το Σάββατο το μεσημέρι, εκείνη την ώρα. Νομίζω ότι τέτοιος ήταν ο κόσμος που ήταν εκεί έξω […] Προσπαθώ να βγω, λοιπόν, ξαναμπερδεύτηκα, αλλά τελικά βγαίνω στο Μοναστηράκι και, με το που κοιτάζω πίσω προς την Αθηνάς βλέπω στο ύψος που είναι σήμερα μια «Alpha Bank» το διπλανό που ήταν γιαπί και είχε ένα τεράστιο λάκκο για τα θεμέλια, που είχε μέσα ό,τι μπορείς να φανταστείς από δοκάρια, τούβλα και της Παναγιάς τα μάτια, και είχανε πάρει από κει και είχανε κάνει ένα οδόφραγμα που το προηγούμενο που είχα δει στην Κλεισθένους ήταν Μαίρη Πόπινς μπροστά του (γέλια). Μιλάμε για υπερπαραγωγή, με πινακίδες πλαίσια, σιδεριές, πέτρες, μπετόβεργες. Πεζοδρόμια δεξιά κι αριστερά ξηλωμένα από τις πλάκες και ξηλώνοντας ακόμα». Πήγα, θυμάμαι κατά κει, κάθισα και στο βάθος, και στο βάθος έβλεπες θωρακισμένα άρματα, εκεί περίπου στην Αγορά» (Μαρτυρία, Κώστα Πίττα, φοιτητή Πολυτεχνείου Πάτρας, 7-1-2016, σελ. 567).
Η καταστολή, λοιπόν, της κατάληψης του Πολυτεχνείου δεν έσβησε με μιας το πνεύμα της εξέγερσης, που είχε καταλάβει τους χιλιάδες ανώνυμους εξεγερμένους που μέχρι και την Κυριακή συνέχιζαν να συγκρούονται με τις κατασταλτικές δυνάμεις. Αυτό το εξεγερτικό πνεύμα ορθώθηκε δεκάδες φορές στα μεταπολιτευτικά χρόνια, εκφράσθηκε στους εργατικούς αγώνες, στις φοιτητικές και μαθητικές καταλήψεις, με συγκρούσεις με οδοφράγματα, με ασυμβίβαστους και πολύμορφους αγώνες πέρα και ενάντια στα κόμματα και την πολιτική.
Θα κλείσουμε με μια ακόμη μαρτυρία του Δημήτρη Κουμάνταρου.
«Εγώ έχω και μια τραγική ιστορία: Το 1995, τότε που μαντρώσανε 500 παιδιά στο Πολυτεχνείο, ήμουνα στα τελευταία που δούλευα στην Ελευθεροτυπία και παρακολουθούσα απ’ την τηλεόραση στο σπίτι μου τα γεγονότα […] Ο πρώην επικεφαλής που τους βάζει στις κλούβες είναι ο βασανιστής μου, ο ένας απ’ αυτούς που με συνέβαλαν στο δρόμο, αλλά και ένας εκ των βασανιστών, απ’ την φωνή αναγνωρίζοντάς τον, επικεφαλής μοίραρχος τότε. Ο οποίος είναι Αττικάρχης. Και μάλιστα (κι εδώ είναι η τρέλα), επί υπουργίας αντιστασιακού συλληφθέντος, του Σήφη του Βαλυράκη. Εγώ –πως να σ’ το πω- δεν έχω κρατήσει προσωπική κακία απέναντί του. Κι εγώ, αν τον πετύχαινα κι είχα περίστροφο, μπορεί και να τον καθάριζα, τέτοια νοοτροπία είχα ως «αντίπαλος». Αλλά το ότι τον βλέπω το ’95 Αττικάρχη με υπουργό Βαλυράκη, το θεωρώ μια τραγωδία της μοίρας (γέλια). Και το ’χα πει μάλιστα σ’ έναν και το ’χε γράψει στην Ελευθεροτυπία γιατί δεν ήθελα να ανοίξω και βεντέτα μ’ αυτόνανε, εννοώ δεν τον έκραξα δημόσια. Το ’χα πει στον Τζουμάκα που τον ήξερα από την Νομική. Και δεν ξαφνιάστηκε. Δηλαδή, δεν ήταν κάτι… Το ’χω γράψει κάπου αυτό: Δυο φορές έχω κλάψει για πολιτικούς λόγους στη ζωή μου και η μια ήταν αυτή. Που τον είδα αυτόν στην τηλεόραση και μου ’ρθαν ζουμιά. Όχι από προσωπικό βίωμα. Για το γαμώτο… Και ο Βαλυράκης μες στο γαμώτο. Και τα παιδιά που τα ’χαν μαντρώσει μες στο γαμώτο…» (Μαρτυρία Δημήτρη Κουμάνταρου, ό.π., σελ. 315-316).
Συσπείρωση Αναρχικών