«Άμα σε πλακώσω στις μπάτσες θα σε πω εγώ την έβαλες» ή πώς το κρατικό καθεστώς Μητσοτάκη μετατρέπει την κοινωνία σε κολαστήριο ρουφιάνων και μπράβων…

Αυτή η φρασεολογία στο δημόσιο λόγο και χώρο ξυπνάει μνήμες σε  αρκετούς σήμερα που έζησαν ως μαθητές και φοιτητές την περίοδο του νόμου 4000 και την εποχή της χούντας. Τότε που ο δάσκαλος/καθηγητής, ο παππάς, ο χωροφύλαξ και ενίοτε ο περιπτεράς της γειτονιάς ήταν οι άτυποι θεσμικοί μπράβοι στον δημόσιο και ιδιωτικό χώρο των νέων. 

Κάτι σαν το μάτι του μεγάλου αδελφού,  όταν οι νεολαίοι-ες κυκλοφορούσαν στις πλατείες κι έκαναν «κακές παρέες», αν φορούσαν καμπάνες και ζιβάγκο ή αν δεν παρουσιάζονταν κάθε Κυριακή στη θεία λειτουργία, για να λογοδοτήσουν την επόμενη μέρα σε δημόσιο ηθικό εξευτελισμό μπροστά στα μάτια των συμμαθητών τους, στο διευθυντή του σχολείου τους, που τους τάραζε στις μπάτσες, αφού τους είχε καρφώσει ο δάσκαλος σε ρόλο «δεξιού ψάλτη» στο ιερό εκκλησίασμα…

Η μπάτσα και ο μπάτσος ήταν έννοιες έννοιες συγγενείς στο συλλογικό ασυνείδητο της μεταπολιτευτικής ελληνικής κοινωνίας, καθώς αντανακλούσαν τη συσσωρευμένη λαϊκή οργή για τους βασανιστές της χούντας και τα εγκλήματά τους, ενώ σε συμβολικό επίπεδο σηματοδοτούσαν σκοτεινές εποχές που οι περισσότεροι θα επιθυμούσαν να αφήσουν πίσω τους ανεπιστρεπτί, παρόλο που οι κυρ-παντελήδες στην ελληνική κοινωνία ουδέποτε εξαφανίστηκαν ως συνεκτικοί κρίκοι του «εθνικού κορμού» και θεματοφύλακες των ελληνορθόδοξων παραδόσεων, του νόμου, της τάξης και πάνω απ΄ όλα της ατομικής ιδιοκτησίας. 

Σήμερα περισσότερο από ποτέ σε περίοδο μεταπολιτευτικής αστικής νομιμότητας, αναβιώνουν και αναδεικνύονται στο δημόσιο βίο «συμπεριφορές και ήθη» που παραπέμπουν σε κείνες τις εποχές του  νόμου 4000 και της χούντας. 

Ο κυρ-παντελής του αστικού λεωφορείου στη Χρυσούπολη Καβάλας και τι δε θα 'δινε για να οδηγήσει στο κρατητήριο τον έφηβο μαθητή, να του σκίσει τα παντελόνια, να τον περιφέρει  στο δρόμο εξευτελίζοντάς τον και να του ρίξει κούρεμα με την ψιλή αυτού του τέντι μπόι, που εξύβρισε τα «ιερά ήθη» της κοινωνίας και ξέχασε να ανεβάσει τη μάσκα του στο λεωφορείο. 

Κι όσοι αναρωτιούνται γιατί τόση βία για μια μάσκα, ας καταλάβουν μια και καλή πως ο νεαρός του λεωφορείου διέπραξε «δημόσιο αδίκημα», καθώς εκδήλωσε τάσεις πολιτικής ανυπακοής, αφού η μάσκα πλέον για τους κρατούντες και τους νομοταγείς «κρατουμένους»  έχει αποκτήσει τη βαθύτερη ιδεολογική της διάσταση, είναι φίμωτρο και σύμβολο κοινωνικής και πολιτικής πειθάρχησης στο βιοπολιτικό καθεστώς της θανατοπολιτικής διαχείρισης της υγειονομικής κρίσης. 

Το σύγχρονο ελληνικό κράτος του νόμου και της πειθάρχησης από την αρχή της πανδημίας έδειξε τις προθέσεις του απέναντι στη νέα γενιά: ξύλο στις πλατείες, διαρκείς έλεγχοι και κυνηγητό σε εφήβους και νέους που τολμούσαν να ξεμυτίσουν από τις φυλακές των διαμερισμάτων στη διάρκεια της καραντίνας, κατασταλτικοί νόμοι και αυταρχικά διατάγματα για τα σχολεία και τα Πανεπιστήμια. 

Το σημαντικότερο όμως που πέτυχε, είναι να καλλιεργήσει κουλτούρα ελέγχου και πειθάρχησης στους από κάτω και να μετατρέψει την κοινωνία σε κολαστήριο ρουφιάνων και μπάτσων χωρίς στολή, με απήχηση σε ένα σημαντικό κομμάτι του κοινωνικού σώματος που λειτούργησε σαν έτοιμο από καιρό… 

Την κατασταλτική χυδαιότητα ωστόσο του καταπιεσμένου φασιστάκου - οδηγού ΚΤΕΛ στη Χρυσούπολη, πριμοδότησαν οι στρατηγικές του διχασμού της κοινωνίας, των αποκλεισμών και του απαρτχάιντ σε κείνο το κομμάτι που δε συμμορφώνεται με το κρατικό αφήγημα και επιμένει να διαφυλάττει τα τελευταία ψήγματα ορθού λόγου που έχουν απομείνει σε μια ατμόσφαιρα διαρκούς εξακρίβωσης στοιχείων, όχι μόνο από τα ένστολα κατασταλτικά όργανα του κράτους αλλά από τους ίδιους τους πολίτες στους οποίους καλλιεργούνται οι λογικές του ασφαλίτη, του ρουφιάνου και του καταδότη. 

Άνοιξε λοιπόν ο ασκός του μικροαστικού εξουσιαστικού φαντασιακού, απασφαλίζοντας τα πιο χυδαία και φασιστικά ένστικτα όσων φαντασιώνονται πως από τη θέση του υπαλληλάκου μπορούν να πουλάν αφεντιλίκι, τσαμπουκά  και μπραβιλίκι σε εφήβους μαθητές, ποντάροντας στο ακαταλόγιστο απέναντι στον κοινωνικό εκφασισμό που εδώ κι ενάμιση χρόνο έχει θεσπίσει το καθεστώς κι έχει καταφέρει να ενσωματώσει στο συλλογικό ασυνείδητο ενός σημαντικού τμήματος της νεοελληνικής χρεοκοπημένης κοινωνίας, φυσικά με τη συναίνεση της αριστεράς η οποία με ιερή συγκίνηση συμμετέχει στη συγκρότηση του νέου αταξικού εθνικού κορμού…

Δε χρειάζεται να προσλάβει άλλους μπάτσους το κράτος. Τους χτίζει βήμα-βήμα μέσα στο κοινωνικό σώμα. Τους εκπαιδεύει καθημερινά με το αφήγημα της ατομικής ευθύνης, με τους κοινωνικούς αποκλεισμούς και την καλλιέργεια του διχασμού, με τις απολύσεις των «λεπρών» υγειονομικών και τα τιμωρητικά πρόστιμα των απείθαρχων στις κρατικές εντολές, με τη διάλυση των δομών υγείας και την παράδοση του κοινωνικού πλούτου στα αφεντικά. 

Επομένως, κάθε οδηγός λεωφορείου, κάθε «υπεύθυνος πολίτης», δε χρειάζεται να περιμένει πια τους μετανάστες για να ξεβράσει το φασιστικό του μίσος. Πλέον μπορεί να το εκτονώνει στο διπλανό του, στο γείτονα του, στο συνάδελφό του, μα πάνω απ΄ όλα στους νέους, γιατί η νέα γενιά είναι ο στόχος της «διαπαιδαγώγησης» στο νέο κοινωνικό υπόδειγμα του ψηφιακού καπιταλισμού, αυτό της κοινωνικής αποστασιοποίησης, της εντατικοποιημένης τηλεργασίας, της μοναξιάς, της πειθάρχησης και της διαρκούς επιτήρησης κι εξακρίβωσης στοιχείων.

Περιμένουμε με ενδιαφέρον ωστόσο την αντίδραση και τα «δημοκρατικά» αντανακλαστικά των συλλογικών φορέων και της κοινωνίας που κόπτεται για την παιδαγωγική της ελευθερίας και ομνύει στα δικαιώματα των παιδιών και των εφήβων, αλλά την ίδια στιγμή δε μπορεί να κοιτάξει τον εαυτό της στον καθρέφτη, γιατί δεν αντέχει να έρθει αντιμέτωπη με τον τραμπούκο και το τέρας που θα αντικρίσει… 

Είναι κι αυτό μια ελπίδα…

Όχι στον αυταρχισμό και την καταστολή στη νέα γενιά
Όχι στην κοινωνία των ρουφιανιών και των μπράβων
Όχι στους κοινωνικούς αποκλεισμούς και τις διαιρέσεις