Ενώ η συντριπτική πλειοψηφία των εκπαιδευτικών εναγκάλισαν ως ύψιστο καθήκον τους την (υποτιθέμενη) προστασία των παιδιών από τον κορονοϊό, κάποιοι θεωρήσαμε πως ύψιστο καθήκον μας αποτελεί η προστασία των παιδιών από τα μέτρα.
Από τη σκοπιά του εκπαιδευτικού αρχικά, ο εγκλεισμός στις περιόδους της καραντίνας και η τηλεκπαίδευση, πέρα από την ψυχολογική εξουθένωση, οδήγησε σε μια εντατικοποίηση της δουλειάς (επιπλέον φόρτος εργασίας λόγω επιμορφώσεων σχετικών με την τηλεκπαίδευση, εκπόνησης κατάλληλου υλικού και πολύωρων τηλεδιασκέψεων με συλλόγους διδασκόντων). Την εξουθένωση από την τηλεκπαίδευση και την εντατικοποίηση της εργασίας τα σωματεία δεν μπόρεσαν να τη διαχειριστούν ή στην καλύτερη περίπτωση περιορίστηκαν στο να τη θίξουν. Οι ξεκάθαρες φωνές ενάντια στο ίδιο το lock down και το κλείσιμο των σχολείων ωστόσο, ήταν ελάχιστες μέσα στην εκπαιδευτική κοινότητα.
Τα χέρια έπρεπε να πλένονται σχολαστικά και να απολυμαίνονται με αντισηπτικό, σε βαθμό που κάποια παιδιά αποκτούσαν ξεραμένα και γεμάτο εξανθήματα χέρια. Ακόμη και στο διάλειμμα δεν μπορούσαν να επιστρέψουν στις συνήθεις πρακτικές αυθόρμητου παιχνιδιού, παρά ζητούνταν από κείνα να καθίσουν στην αυλή σε καρεκλάκια με αποστάσεις μεταξύ τους για να συνομιλήσουν με τους φίλους τους. Παιχνίδια που συμπεριλάμβαναν ανταλλαγή αντικειμένων και μη εγγύηση της τήρησης των αποστάσεων ήταν απαγορευμένα.
Υπό το καταπιεστικό κλίμα μιας αδιόρατης απειλής που αιωρούνταν στην ατμόσφαιρα και συνεχώς δυναμιτιζόταν από συναδέλφους, φανατικούς θιασώτες της επίσημης γραμμής, οι εκπαιδευτικοί γίναμε μάρτυρες παιδιών που αρνούνταν ακόμα και να πάρουν μία κόλλα χαρτί που είχε ακουμπήσει κάποιος άλλος πρωτύτερα, που καθάριζαν ψυχαναγκαστικά τις επιφάνειες πριν τις ακουμπήσουν, που δεν ήθελαν να πάνε στη γιαγιά τους, ακόμη και αν οι γονείς τους τα προέτρεπαν να πάνε, γιατί στο σχολείο είχαν ακούσει πως στα χέρια τους μπορεί να φέρουν τα μικροσκοπικά τερατάκια κορονοϊού που μπορούσαν να σκοτώσουν τη γιαγιά.
Σε όλη αυτήν την ακραία και χυδαία απόπειρα αναχαίτισης του παιδικού αυθορμητισμού στο όνομα της προστασίας από έναν ιό που δεν αποτελεί, κατά τα λεγόμενα των ίδιων των ειδικών, ιδιαίτερο κίνδυνο για τα παιδιά, ειδικά για τα μικρά παιδιά, ήρθε να προστεθεί η προβολή βίντεο κινουμένων σχεδίων με διασωληνωμένους και η επίκληση στο αίσθημα ευθύνης των παιδιών για προστασία του άλλου. Συνάδελφοι εκπαιδευτικοί προπαγάνδιζαν ατάκες όπως «δεν σε πλησιάζω επειδή σε αγαπώ -δεν σε πλησιάζω για σε προστατεύσω».
Οι σε ενθουσιώδες ύφος γραπτές ενημερώσεις γονέων εκ μέρους της διεύθυνσης για την εξαιρετική προσαρμοστικότητα των παιδιών στα μέτρα υγειονομικής προστασίας μετά το πρώτο λοκ νταουν φαίνονταν σε κάποιους από μας εμετικές, καθώς ο πανηγυρισμός αυτός στην ουσία αφορούσε την επιτυχία στον ακρωτηριασμό του παιδικού αυθορμητισμού και της αβίαστης επικοινωνίας και την ποδοπάτηση των έμφυτων αναγκών των παιδιών για σωματική εγγύτητα, αναγκών κομβικών για την υγιή τους ανάπτυξη.
Σε μία συντονισμένη προσπάθεια γονείς και εκπαιδευτικοί προπαγάνδιζαν εκείνη την πρώτη περίοδο την ανάγκη προστασίας των γιαγιάδων και παππούδων μέσω της αποφυγής φυσικής επαφής μαζί τους. Αυτό στο οποίο από άποψη ψυχολογικής ανάλυσης είναι σημαντικό να σταθούμε, είναι πως το μήνυμα που μεταβιβαζόταν στα παιδιά δεν ήταν «δεν πρέπει να δεις τον παππού και τη γιαγιά» αλλά «δεν πρέπει να θ έ λ ε ι ς να δεις τον παππού και τη γιαγιά». Στην περίπτωση του πρώτου μηνύματος (δεν πρέπει να δεις τον παππού και τη γιαγιά) επιτρέπεται στο άτομο, στο παιδί, στρέφοντας το θυμό του στο γονιό ή εκπαιδευτικό να διατηρήσει την αυτονομία της βούλησης του και το δικαίωμα βίωσης της ανάγκης του.
Στην δεύτερη περίπτωση όμως, όταν γίνεται η επίκληση στο αίσθημα ευθύνης του παιδιού, εκείνο βιώνει έναν εσωτερικό διχασμό ανάμεσα σε αυτό που καλείται να θέλει και σε αυτό που καταβάθος θέλει, με αποτέλεσμα να καταλήγει να στρέφεται εναντίον του εαυτού του.
Κατά τον νευρολόγο Gerald Hüther αυτό που συμβαίνει στον εγκέφαλο του ατόμου κατά την επίμονη και παρατεταμένη καταπίεση αναγκών, γεγονός που αποτυπώνεται νευρολογικά μέσω της παρεμπόδισης της διασύνδεσης των νευρώνων, είναι να υπεισέρχεται σε μία κατάσταση απάθειας και απονέκρωσης αναγκών και επιθυμιών, με ό,τι αυτό επιφέρει. Και τα παιδιά δεν ανέχτηκαν αυτήν τη βάναυση καταπάτηση θεμελιωδών αναγκών τους μονάχα για την αποφυγή τιμωριών εντός ενός πλαισίου πειθάρχησης, αλλά κυρίως γιατί αποτελεί βαθύτατη ανάγκη ενός παιδιού να ικανοποιήσει τους σημαντικούς για κείνο ενήλικες.
Όταν προστέθηκε το μέτρο της οριζόντιας επιβολής της μάσκας στην ελληνική εκπαίδευση, ακόμη και στα νηπιαγωγεία, κατά ευρωπαϊκή πρωτοτυπία, στο πρότυπο της Κίνας, όσοι εκπαιδευτικοί δεν δεχτήκαμε το επίσημο αφήγημα αναγκαιότητας της για την προστασία από τον φοβερό ιό, νιώσαμε ότι εξαναγκαζόμαστε να μετατραπούμε σε φορείς και επιβολείς όχι απλά της κρατικής πολιτικής αλλά της κρατικής βιοπολιτικής στην πιο χυδαία έκφανσή της, μιας και οι εκπαιδευτικοί κλήθηκαν μέσα σε ένα ήδη ισχύον πλαίσιο με στόχευση την ομογενοποίηση της συμπεριφοράς των μαθητών, να επεκτείνουμε την άσκηση εξουσίας μας στα ίδια τα σώματα παιδιών, των μαθητών μας και μάλιστα ούτε καν για την υποτιθέμενη προστασία των ιδίων, αλλά κυρίως για την προστασία της κοινότητας και την θολή έννοια ενός γενικότερου καλού.
Ας μην ξεχάσουμε σε αυτό το σημείο πως η εκπαίδευση είναι από μόνη της ένα πειθαρχικό κοινωνικό σύστημα, ένας μηχανισμός επιβολής, ένας διαχρονικός θεσμός στήριξης της πολιτικής εξουσίας και φορέας παραγωγής τυποποιητικών κοινωνιών μέσω της δημιουργίας υπηκόων.
Ο Φουκώ όταν μιλά για τον μηχανισμό δράσης της κεντρικής εξουσίας, του κράτους, αναφέρεται στην ενσωμάτωση των ατόμων υπό την προϋπόθεση της υπόταξης της ατομικότητας τους σε ένα σύνολο ειδικών μηχανισμών που της επιτρέπει να αναπτύξει τις ικανότητες της εντός οριοθετημένων πλαισίων.
Το σχολείο σαφέστατα εξυπηρετεί μέσα στο παραπάνω πνεύμα εξουσιαστικούς σκοπούς, διαμορφώνοντας συμπεριφορές μέσω κοινωνικών προτύπων που έχουν προκαθορισθεί, με σαφή στόχο την ομαλή ένταξη του μαθητή-υποκειμένου στο ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο, απαλλαγμένο από τις περισσότερες έμφυτες αντιδραστικές τάσεις και ροπές, επιτρέποντας στην ενεργητικότητα και δημιουργικότητά του μαθητή να κινηθεί μόνο σε συγκεκριμένα και ανεκτά από το σύστημα πλαίσια.
Η αυταρχική δομή οργάνωσης και ελέγχου της σχολικής ζωής, δομή που χαίρει πλατιάς κοινωνικής συναίνεσης, ανέκαθεν έβρισκε την ηθική νομιμοποίηση της στην επίκληση εννοιών όπως η προστασία και η πρόληψη.
Με αυτή την πρόφαση ενεργοποιούνται μια σειρά αποφάσεων σχετικά με τις συνθήκες και τους όρους ελευθερίας, προνομίων, κύρους και εξουσίας των υποκειμένων που δραστηριοποιούνται στη σχολική ζωή.
Η υποχρεωτική παρουσία των εκπαιδευτικών σε όλους τους χώρους και δραστηριότητες των μαθητών, ο έλεγχος και η επιτήρησή τους, η υπακοή κι η συμμόρφωση αποτελούν δομικά στοιχεία του εκπαιδευτικού συστήματος και αποδεικνύουν τον πειθαρχικό χαρακτήρα του, καθώς καθημερινά θεμελιώνει ασυμμετρίες και εδραιώνει εξουσιαστικές σχέσεις. Όλοι οι χώροι του σχολείου (πλην της τουαλέτας) είναι χώροι ελέγχου του μαθητή.
Η εφημερία π.χ. του εκπαιδευτικού στην αυλή καταφανώς και αποτελεί μια μορφή αστυνόμευσης με επίφαση την προστασία των παιδιών, με τον εκπαιδευτικό να γίνεται αντιληπτός ως «καλός μπάτσος» όταν εσκεμμένα δεν παρεμβαίνει ρυθμιστικά σε συγκεκριμένες συμπεριφορές παιδιών που δεν θεωρούνται αρμόζουσες, γεγονός όμως που μπορεί να μη γίνει ανεκτό από τους προϊσταμένους του καθώς και από τη μεγαλύτερη μερίδα των γονιών.
Έλεγχος ασκείται φυσικά και στον ίδιο εκπαιδευτικό, ο οποίος οφείλει να δικαιολογήσει δημόσια τις ενέργειές του, οι οποίες πρέπει να είναι εναρμονισμένες με τις ηθικές επιταγές και αξίες του συστήματος εντός του οποίου κινείται. Και ο εκπαιδευτικός δηλαδή, και όχι μόνο ο μαθητής, καλείται να ταυτίσει τη δράση του και τη συμπεριφορά του με πρότυπα που προκαθορίζονται με κανόνες και νόρμες και ελέγχονται από τον απέναντι (προϊστάμενους, συναδέλφους και μαθητές).
Υπό τη σκιά της εφαρμογής των μέτρων για τη διαχείριση του κορονοϊού παρατηρείται μια άνευ προηγουμένου ρουφιανοποίηση με κάθετη και οριζόντια κατεύθυνση, δηλαδή από εκπαιδευτικούς προς μαθητές, από μαθητές προς εκπαιδευτικούς καθώς και μεταξύ μαθητών όπως και μεταξύ εκπαιδευτικών. Δεν ξεφεύγει λοιπόν κανείς από τον πανοπτικό έλεγχο.
Ο βαθμός δυσφορίας ενός εκπαιδευτικού απέναντι στα μέτρα για τη διαχείριση του κορονοϊού που αφορούν το σχολική ζωή δεν αποτελεί μόνο συνάρτηση βαθμού απόρριψης εκ μέρους του της επίσημης αφήγησης περί αναγκαιότητας των μέτρων αλλά και του βαθμού απόρριψης της εκπαίδευσης ως σύστημα πειθάρχησης εν γένει.
Η δυσφορία που μας προκαλεί η απαίτηση να επιβάλλουμε σε μικρά παιδιά μέτρα που θεωρούμε παράλογα και βλαπτικά για την ψυχική τους υγεία έχει γιγαντώσει την απέχθεια μας προς την πειθάρχηση γενικά και όχι μόνο ως προς τα συγκεκριμένα μέτρα υγειονομικού προσανατολισμού.
Η μυωπική αντίληψη του μέσου εκπαιδευτικού έχει ενσωματώσει το ρόλο του κορονοελεγκτή, ήτοι του μπάτσου της μάσκας και της τήρησης των αποστάσεων, του επιθεωρητή των τεστ και εμβολίων. Και αυτό φυσικά αφορά και τους αριστερούς και αριστερίζοντες εκπαιδευτικούς, οι οποίοι, κατ’ αντιστοιχία με τη γνωστή στάση της πλειοψηφίας του χώρου, αποδέχονται αυτή την συνθήκη ως αυταπόδεικτη αναγκαιότητα, παρότι μπορεί να είναι ιδεολογικά αντίθετοι στους ελεγκτικούς μηχανισμούς που αφορούν την συνήθη άσκηση του εκπαιδευτικού/παιδαγωγικού έργου ως προς άλλες παραμέτρους. Η όποια δυσφορία τους ως προς την επιβολή των υγειονομικών μέτρων πάντως περιορίζεται στην έκφραση δυσαρέσκειας και φόβου απέναντι στην αυξημένη ευθύνη με την οποία είναι επιφορτισμένοι.
Η απίστευτη ψυχική επιβάρυνση των μαθητών αλλά και εκπαιδευτικών από τα μέτρα, η οποία συχνά σωματοποιείται κιόλας θεωρείται ταμπού που κανείς δεν νομιμοποιείται να θίξει και η ανάπτυξη φοβιών, οι διαταραχές ύπνου, οι ψυχαναγκαστικές συμπεριφορές, η αυξημένη διάσπαση προσοχής, η μελαγχολία, μικροβιο-και κοινωνιοφοβία που γιγαντώθηκαν σε κάποια παιδιά κατά τη διάρκεια παρατεταμένων περιόδων τηλεκπαίδευσης ή σε περιπτώσεις πολύ αυστηρής εφαρμογής των υγειονομικών μέτρων σε περιόδους δια ζώσης διδασκαλίας παραβλέπονται ή στην καλύτερη περίπτωση καταγράφονται ως οι “κάπως δυσάρεστες δευτερογενείς συνέπειες” μιας κατά τ’ άλλα καθ ‘όλα επιβεβλημένης και νομιμοποιημένης συνθήκης.
Η ειρωνία είναι πως ενώ το υπουργείο πανηγυρίζει για την απουσία μεγάλου αριθμού κρουσμάτων στα σχολεία αποδίδοντας το γεγονός στην πιστή εφαρμογή των μέτρων, αυτά (ευτυχώς) στα περισσότερα σχολεία δεν εφαρμόζονται πολύ πιστά, ειδικά ως προς την τήρηση αποστάσεων μεταξύ των παιδιών, πράγμα που αποτελεί ακριβώς και το λόγο που τα περισσότερα παιδιά δεν φαίνεται να έχουν τραυματιστεί ανεπανόρθωτα. Οι εγκύκλιοι όμως του υπουργείου υγείας για τα σχολεία δημιουργούν ένα θεσμικό πλαίσιο στήριξης εξαιρετικά κακοποιητικών σε ψυχολογικό επίπεδο συνθηκών παρέχοντας ηθικό και νομικό έρεισμα στις τρομοϋστερικές τάσεις που προωθούνται από ουκ ολίγους συναδέλφους.
Σε πολλά σχολεία εφαρμόστηκε για ένα διάστημα, εντός του πλαισίου της ισχύουσας εγκυκλίου, η επιβεβλημένη παραμονή μαθητών με κάποιο ύποπτο σύμπτωμα σε ένα ISO box με τη συνοδεία προσωπικού ενδεδυμένου με την γνωστή ειδική στολή για την προστασία από τον κορονοϊό.
Στα παιδιά του νηπιαγωγείου που εμφάνιζαν ένα οποιοδήποτε σύμπτωμα της λίστας (ακόμη και ένας απλός πονοκέφαλος), εφόσον δεν ήταν εφικτό να παραμείνουν με κάποιο τρόπο αθέατα στην αυλή έως ότου φυγαδευτούν με κάποιο τρόπο στους γονείς, λέγαμε, εφόσον το σύμπτωμα τους υπέπιπτε στην αντίληψη συναδέλφου που επέμενε στην πιστή εφαρμογή του πρωτοκόλλου, πως θα παίζαμε πως το iso box είναι ένα διαστημόπλοιο και το ιατρικό προσωπικό με τις ειδικές στολές μέσα ήταν αστροναύτες σε μια απέλπιδα προσπάθεια έστω μερικής απόσβεσης των ζημιών από αυτό το ακραίο μέτρο κοινωνικής απομόνωσης...
Κατά την ανακοίνωση επόμενου lock down πέρυσι το χειμώνα, κάποια παιδιά στην ιδέα της εκ νέου έλευσης της τηλεκπαίδευσης, της απάνθρωπης αυτής συνθήκης συρρίκνωσης της εκπαιδευτικής διαδικασίας καθαρά στο γνωστικό κομμάτι, άρχισαν να κλαίνε και την τελευταία ώρα της τελευταίας μέρας της παραμονής μας στο σχολείο κάποιες από μας την αφιερώσαμε στο να αγκαλιάζουμε κρυφά ένα-ένα τα παιδιά και να δακρύζουμε και μεις οι ίδιες από αγανάκτηση και οδύνη.
Ζώντας σχεδόν δύο χρόνια τώρα με τα μέτρα σε ένα μόνιμο πλέον καθεστώς έκτακτης ανάγκης και υπό το συνεχή φόβο της επιστροφής στην τηλεκπαίδευση πολλά πράγματα δυστυχώς τείνουν να αφομοιωθούν, αν δεν έχουν αφομοιωθεί ήδη και ακόμη και συνάδελφοι που αρχικά ήταν αντίθετοι στα μέτρα και σοκαρισμένοι από αυτά, στέκονται πλέον απέναντι σε αυτά με απάθεια και συμμόρφωση.
Πρόσφατα τέθηκε το θέμα (κατόπιν παραινέσεως από την πλευρά των γονέων) ακόμη και για απαγόρευση του τρεξίματος και του κυνηγητού στον προαύλιο χώρο για αποφυγή ατυχημάτων υπό το κλίμα της κυρίαρχης επιταγής της εποχής για τη δυνατότερη δυνατή ασφάλεια και συρρίκνωση της ζωής μας στη βιολογική της επιβίωση.
Ως εκπαιδευτικοί με πολυετή πείρα στην εκπαίδευση αισθανόμαστε τα τελευταία δύο χρόνια περισσότερο εργασιακό στρες από ποτέ άλλοτε αναγκαζόμενες και αναγκαζόμενοι να φοράμε από 6 έως και 9 ώρες μάσκα με την οποία εξουθενωνόμαστε να μιλάμε σχεδόν αδιάκοπα δυνατά, να τραγουδάμε, να κινητοποιούμε τα παιδιά και να παίζουμε ενίοτε θεατρικούς ρόλους, αλλά κυρίως αισθανόμαστε μελαγχολία και δυσφορία για την καταπίεση στην οποία υποβάλλονται τα παιδιά που έχουν εσωτερικεύσει και αφομοιώσει την επιβληθείσα σε αυτά ενοχή για την ίδια τους την αναπνοή τους ως απόρροια της λεγόμενης «κουλτούρας της μάσκας», όπως την ονομάζουν με περηφάνια αρκετοί συνάδελφοι.
Υφιστάμεθα διαρκώς από κριτική μέχρι και καταγγελίες από διεύθυνση, συναδέλφους ή και τους ίδιους τους γονείς ότι δεν τηρούμε αυστηρά τα υγειονομικά μέτρα, με λίγα λόγια δεν κακοποιούμε αρκούντως τα παιδιά, αρνούμενες και αρνούμενοι να τα αναγκάζουμε να κρατούν τις αποστάσεις και να τα μαλώνουμε όταν τολμήσουν να μιλήσουν χωρίς μάσκα την ώρα του φαγητού ή αν τους επιτρέψουμε να καθίσουν (στο νηπιαγωγείο) σε διαφορετική από την ορισθείσα εκ της διευθύνσεως θέση.
Διότι για την εφαρμογή του πρωτοκόλλου ιατρικών ελέγχων των στενών επαφών στην περίπτωση κρούσματος ορίζεται η τήρηση σταθερών θέσεων των παιδιών μέσα στην τάξη, δεν επιτρέπεται δηλαδή να κάτσει καθ’ όλη την παραμονή του στην σχολική αίθουσα πουθενά αλλού παρά στην προκαθορισμένη για αυτό θέση, όπου βρίσκεται πάντα με συγκεκριμένους μαθητές, τους οποίους δεν έχει διαλέξει καν το ίδιο.
Υπό το πρίσμα δηλαδή της ιατρικοποίησης των πάντων επιχειρείται ακόμη και ο απόλυτος έλεγχος και ρύθμιση της κοινωνικής διάδρασης ενός παιδιού με τους συμμαθητές του. Αν αναλογιστεί βέβαια κανείς ότι στα διαλείμματα τα παιδιά ανακατεύονται μεταξύ τους και μάλιστα κατά κόρον με κατεβασμένη μάσκα, καταλαβαίνει κανείς πως η όποια χρησιμότητα του προηγούμενου μέτρου παύει να έχει υγειονομικό έρεισμα παρά περιορίζεται στην εξοικείωση των παιδιών με τη συμμόρφωση στις εκάστοτε επιταγές της εξουσίας, όσο παράλογες και ας είναι αυτές.
Συνάδελφοι από τη δευτεροβάθμια σε δημόσια σχολεία μη προνομιούχων περιοχών, σε αντίθεση με τους μαθητές πρωτοβάθμιας και ειδικά δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης περιοχών διαβίωσης ανώτερων κοινωνικοοικονομικών στρωμάτων, οι οικογένειες των οποίων ενστερνίζονται σχεδόν σε συντριπτικό βαθμό την κρατική αφήγηση περί πανδημίας και αναγκαιότητας των μέτρων, μαρτυρούν πως οι μαθητές οικογενειών της εργατικής τάξης διαμαρτύρονται και αντιστέκονται περισσότερο στη μάσκα και στα λοιπά μέτρα.
Μεγάλη μερίδα των παιδιών αμφισβητούν εκπορευόμενα από το ταξικό ένστικτο των οικογενειών τους, που μεταφέρεται και στα ίδια, αφηγήσεις ειδικών και του κράτους, θίγοντας τις αντιφάσεις των μέτρων, απεκδύοντας τα μέτρα από υγειονομικού χαρακτήρα κίνητρα και αποδίδοντας τους ξεκάθαρα λογικές πειθάρχησης.
Τα έφηβα παιδιά επέστρεψαν τραυματισμένα από την καραντίνα, ευερέθιστα και συνθέτοντας μια εκρηκτική ύλη εις αναζήτηση τρόπων έκφρασης και αντίδρασης. Υπό τη σκιά των ασφυκτικών ελέγχων εκ μέρους μερίδας των εκπαιδευτικών ως προς τη μάσκα και παρότρυνσης των μαθητών σχεδόν με εκβιαστικό τρόπο να εμβολιαστούν διακρίνεται μία ελπιδοφόρα τάση ριζοσπαστικοποίησης της νέας γενιάς παιδιών της εργατικής κυρίως τάξης.
Οι εκπαιδευτικοί που στεκόμαστε ιδεολογικά αντίθετοι στα μέτρα και που αποτελούμε δυστυχώς ισχυρή μειοψηφία, νιώθουμε οδύνη καταπιεζόμενοι οι ίδιοι και εξαναγκασμένοι να καταπιέζουμε έστω σε κάποιο βαθμό τα παιδιά ή απομακρυνόμενοι βίαια κάποιοι από την εργασία μας αν αρνηθούμε ανοιχτά την ευθυγράμμιση μας με τα μέτρα.
Σε μία συνθήκη βίαιης περιστολής δικαιωμάτων, άρσης ιατρικού απορρήτου και άμεσης ή έμμεσης υποχρεωτικότητας ιατρικών πράξεων και δαιμονοποίησης των αυθόρμητων εκδηλώσεων που περιλαμβάνουν σωματική εγγύτητα, αισθανόμαστε καθήκον απέναντι στους μαθητές μας, κάποιοι και κάποιες από όσους εργαζόμαστε στα σύγχρονα κορονοκάτεργα, στα οποία έχουν μετατραπεί τα σχολεία, να διασώσουμε στις διαπροσωπικές σχέσεις μας με τα παιδιά και στις σχέσεις των παιδιών μεταξύ τους όλα αυτά τα στοιχεία που τις καθιστούν ανθρώπινες.
Βιβλιογραφία
• Neurobiologe Hüther über Lockdown-Folgen - "Schule ist der Ort, wo Kinder ihre tiefsten Bedürfnisse stillen" (deutschlandfunk.de), retrieved on 24.11. 2021.
• Κριτική παιδαγωγική και εκπαιδευτική πράξη. Θ. Γκοτοβος, Γ. Μαυρογιώργος & Π. Παπακωνσταντίνου. Εκδόσεις σύγχρονη εποχή, Γιάννενα 1984.
• Μ. Φουκώ Η μικροφυσική της εξουσίας. Εκδόσεις Ύψιλον. Αθήνα 1991.
• Deleuz Z. Η κοινωνία του ελέγχου. Εκδόσεις ελευθεριακή κουλτούρα. Αθήνα 2001.
• Γ. Μαυρογιώργος. Σχολικός χώρος και αυταρχική εκπαίδευση. Περιοδικό Σύγχρονη εποχή. Τευχ.14. 1983.