Σκοπός της παρούσας παρουσίασης είναι να διερευνήσει, πολιτικά και φιλοσοφικά, κατά πόσο η τρέχουσα κατάσταση εξαίρεσης αποτελεί κάτι το πρωτοφανές ή είναι εν τέλει μια αναμενόμενη εκδοχή της καπιταλιστικής κρίσης και κατά πόσο η κατάσταση εξαίρεσης τείνει να κανονικοποιηθεί.
Η παρουσίαση αυτή θα εστιάσει στις φιλοσοφικές θεωρήσεις του Φουκώ και του Αγκάμπεν, κυρίως του δεύτερου, για τη βιοπολιτική άσκηση της εξουσίας και την κατάσταση εξαίρεσης.
Στους χαλεπούς καιρούς που ζούμε προσπαθούν να μας πείσουν ότι πράγματα όπως τέχνη, πολιτισμός και φιλοσοφία είναι επουσιωδή κι αχρείαστα. Εμείς από την άλλη θεωρούμε ότι είναι αυτά που θεμελιώνουν την ανθρώπινη φύση κι επιπλέον ότι δίχως τη βασική γνώση θεμελιωδών φιλοσοφικών αρχών η παρούσα κατάσταση εξαίρεσης παραμένει ανεξήγητη, “θεωρία συνωμοσίας” και μυστικισμός, ενώ δεν είναι παρά μια αναμενόμενη εκδοχή της κυριαρχίας, πλην όμως επιταχυνόμενη, με αφορμή την “πανδημία”. Επιπλέον, η όποια αντίδραση, χωρίς ένα βασικό θεωρητικό υπόβαθρο, θα περιοριστεί σε άναρθρες, μαζικές κραυγές, που θα σπιλωθούν (κι ήδη σπιλώνονται) ως φωνές θρησκόληπτων, ακροδεξιών και “ψεκασμένων”.
Η παρουσίαση αυτή θα εστιάσει στις φιλοσοφικές θεωρήσεις του Φουκώ και του Αγκάμπεν, κυρίως του δεύτερου, για τη βιοπολιτική άσκηση της εξουσίας και την κατάσταση εξαίρεσης.
Στους χαλεπούς καιρούς που ζούμε προσπαθούν να μας πείσουν ότι πράγματα όπως τέχνη, πολιτισμός και φιλοσοφία είναι επουσιωδή κι αχρείαστα. Εμείς από την άλλη θεωρούμε ότι είναι αυτά που θεμελιώνουν την ανθρώπινη φύση κι επιπλέον ότι δίχως τη βασική γνώση θεμελιωδών φιλοσοφικών αρχών η παρούσα κατάσταση εξαίρεσης παραμένει ανεξήγητη, “θεωρία συνωμοσίας” και μυστικισμός, ενώ δεν είναι παρά μια αναμενόμενη εκδοχή της κυριαρχίας, πλην όμως επιταχυνόμενη, με αφορμή την “πανδημία”. Επιπλέον, η όποια αντίδραση, χωρίς ένα βασικό θεωρητικό υπόβαθρο, θα περιοριστεί σε άναρθρες, μαζικές κραυγές, που θα σπιλωθούν (κι ήδη σπιλώνονται) ως φωνές θρησκόληπτων, ακροδεξιών και “ψεκασμένων”.
Εκκινώντας λοιπόν από τα βασικά αυτός που ορίζει πρώτος τη βιοεξουσία είναι ο Φουκώ και την ορίζει ως “έκρηξη διαφόρων και πολυάριθμων τεχνικών, προκειμένου να επιτευχθεί η καθυπόταξη των σωμάτων και ο έλεγχος των πληθυσμών». Η εξουσία επί της ζώής αναπτύχθηκε με δυο βασικές μορφές. Η μία, που αποκαλείται από τον Φουκώ «ανατομοπολιτική του ανθρωπίνου σώματος», επικεντρώνεται στις πειθαρχίες του σώματος, δηλαδή σε συστήματα ελέγχου που σκοπό έχουν να παράγουν υπάκουα σώματα. Μιλάμε για μια πειθαρχική εξουσία που εστιάζει στο άτομο. Η δεύτερη είναι αυτή της «βιοπολιτικής του πληθυσμού» και αφορά παρεμβάσεις και ρυθμιστικούς ελέγχους που έχουν ως αντικείμενό τους, όχι το ατομικό σώμα, αλλά τη διαχείριση του συνολικού πληθυσμού.
Ιστορικά, η λέπρα αντιμετωπίστηκε με τον αποκλεισμό των ατομικών, μολυσματικών σωμάτων. Η διαχείριση όμως της πανούκλας υποκίνησε αμιγώς πειθαρχικά σχήματα, εισάγοντας τα ατομικά σώματα σε ένα συγκεκριμένο δίκτυο πειθαρχικών σχέσεων, με “εξατομικευμένες κατανομές” στον χώρο, δηλαδή ο καθένας οφείλει να βρίσκεται εκεί ακριβώς που του επιβάλλεται να είναι, και συνάμα με την “οργάνωση σε βάθος των επιτηρήσεων και των ελέγχων” αυτών των διαιρέσων και κατανομών.
Στο κέντρο κάθε σύγχρονου πειθαρχικού ελέγχου, συμπεριλαμβανομένου του ελέγχου της κυκλοφορίας του σώματος εν καιρώ πανδημίας, λειτουργεί ένας μικρός ποινικός μηχανισμός, η «κανονιστική κύρωση», όπως την ονομάζει ο Φουκώ, ο οποίος τιμωρεί ένα σύνολο συμπεριφορών που αποκλίνουν απ’ ό,τι εκείνος καθορίζει ως επιτρεπτό. Σκοπός του είναι η δημιουργία του πειθήνιου σώματος της πανδημίας μέσω του φόβου της ποινής, που στις μέρες μας είναι το χρηματικό πρόστιμο ή ακόμη και η φυλάκιση. Πρόκειται για μια νέα νόρμα όπου καταργείται πλέον το «δικαίωμα» στην υγεία και επανεγγράφεται ως μια νομική υποχρέωση για την υγεία, ως «καθήκον», το οποίο πρέπει να εκπληρώνεται με κάθε κόστος και τίμημα.
Πέρα από την ποινικοποίηση της διαγωγής, υφίσταται και η ηθικοποίησή της. Η «ανέμελη» κυκλοφορία των σωμάτων δεν είναι μόνο ποινικά κολάσιμη, αλλά και ηθικά. Έτσι, το ανυπάκουο σώμα χαρακτηρίζεται ως «ανεύθυνο», σε αντιδιαστολή με το υπάκουο σώμα του «υπεύθυνου» πολίτη.
Κρισιμό φυσικά ρόλο για την εγκαθίδρυση της γενικευμένης πειθάρχησης παίζει η προπαγάνδα, που οργιάζει στα βασικά κέντρα οικονομικής εξουσίας (ιδιαίτερα στη Βόρεια Αμερική και την Ευρώπη). Ολόκληροι πληθυσμοί εκτεθειμένοι σε βαρύ βομβαρδισμό από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης παραδίδονται μέσω της αυτοπειθαρχίας, εφαρμόζοντας πιστά με γκροτέσκο ενθουσιασμό τις μορφές “κοινωνικής ευθύνης” που ο εξαναγκασμός μεταμορφώνει σε “αλτρουισμό”.
Οι δυο μορφές βιοεξουσίας, η πειθαρχική εξουσία και η βιοπολιτική του πληθυσμού, συνδυάζονται στο μοντέλο διαχείρισης της πανούκλας, Αντίστοιχα, αυτό που βλέπουμε τον καιρό της “πανδημίας” είναι η γιγάντωση της άσκησης της πειθαρχικής εξουσίας, η οποία, στο όνομα της υγείας του πληθυσμού και της ανάπτυξης συγκεκριμένων στρατηγικών, ελέγχει, αποκλείει, περιορίζει το ανθρώπινο σώμα. Σκοπός ή πολιτικό «όνειρο» της εξουσίας κατά τη διαχείριση της είναι, στο όνομα της διατήρησης της ζωής και της αποφυγής του θανάτου, η παραγωγή υπάκουων, πειθαρχημένων σωμάτων.
Ως εκ τούτου, αυτό που καθίσταται εμφανές από μια τέτοια διαχείριση είναι ότι εξακολουθούμε να διαβιούμε εντός εκείνου του συστήματος εξουσίας που εγκαινιάστηκε από την πολιτική και ιατρική διοίκηση της πανούκλας στις απαρχές της νεωτερικότητας και που εδράζεται στο δίπτυχο ζωή-πειθαρχία.
Το πολιτικό όνειρο που βρισκόταν πίσω από τη διαχείριση της λέπρας είναι το «όνειρο μιας καθαρής κοινότητας». Αντιθέτως, στη διαχείριση της πανούκλας ήταν το «όνειρο μιας πειθαρχημένης κοινωνίας». Υπό μία έννοια, το πολιτικό όνειρο της πανωλόβλητης πόλης είναι η εξάλειψη της πολιτικής. Η πανωλόβλητη πόλη, όπως σημειώνει ο Φουκώ, «εκφράζει την ουτοπία της τέλεια κυβερνώμενης πόλης: είναι μια πόλη που τη διατρέχει ολόκληρη η ιεραρχία, η επιτήρηση, το βλέμμα, η γραφή· μια πόλη η οποία ακινητοποιείται κατά τη λειτουργία μιας εκτεταμένης εξουσίας που ασκείται με διακριτό τρόπο σε κάθε ατομικό σώμα».
Στην περίπτωση δε της τρέχουσας “πανδημίας”, ενώ φάνηκε ότι το μοντέλο διαχείρισης ακολούθησε αυτό της πανούκλας, με πειθαρχικές εξουσιαστικές παρεμβάσεις επί τους σώματος (μάσκα, αποστάσεις) και με βιοπολιτική διαχείριση του πληθυσμού (καραντίνες, περιορισμός κυκλοφορίας, τυποποίηση της ανθρώπινης δραστηριότητας σε κωδικούς), φαίνεται ότι σταδιακά (και με την “αποτυχία” του μοντέλου αυτού), περνάμε επιπλέον και σε πρακτικές “καθαρής κοινότητας” κατά τα πρότυπα της διαχείρισης της λέπρας, με αναστολές εργασίας ανεμβολίαστων, λοκντάουν ανεμβολίαστων και σε αρκετά, ακραία πολιτικά συστήματα (πχ Αυστραλία) και εγκλεισμό τους σε “δομές υγείας” και στην πραγματικότητα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Ταυτόχρονα δε με την υποβάθμιση των ανεμβολίαστων σε απλές βιολογικές οντότητες δίχως δικαιώματα σε καθέστώς εξαίρεσης, όσοι βαφτίζονται προσωρινά “υπεύθυνοι πολίτες” απολαμβάνουν μια σειρά προσδιορισμένων από την κυριαρχία επιπλέον δικαιωμάτων (μέχρι πρότινος κοινών για όλους) ως ένα είδος προνομιακής μεταχείρισης ως αντάλλαγμα της συμμόρφωσής τους.
Για τον Φουκώ, η βιοεξουσία είναι μια ουσιαστικά νεωτερική μορφή εξουσίας και ο σκοπός της είναι να ασκήσει μια μάλλον θετική επιρροή, διασφαλίζοντας τη ζωή με την υποβολή της σε ακριβείς ελέγχους και περιεκτικούς κανονισμούς. Στη βιοεξουσία ο Φουκώ αντιτάσσει την “κλασική” κυρίαρχη εξουσία, που ασκείται κυρίως ως μέσο παρακράτησης, αφαίρεσης, αρπαγής των πραγμάτων, του χρόνου, των σωμάτων, και τελικά της ίδιας της ζωής.
Στη διάκριση του Φουκό μεταξύ της «παραγωγικής» βιοεξουσίας και της «παρακρατικής» (που παρακρατεί) κυρίαρχης εξουσίας ασκεί κριτική ο Ιταλός φιλόσοφος Giorgio Agamben στο έργο του “Homo Sacer–Κυρίαρχη εξουσία και γυμνή ζωή (1995)”, βλέποντας τη φουκωική αντίθεση μεταξύ της βιοεξουσίας και της κυρίαρχης εξουσίας ως “κοινότοπη” και υπογραμμίζοντας ότι δεν είναι δυνατό να διακρίνουμε μεταξύ αυτών των δύο.
Κατά τον Agamben, η παραγωγή αυτού που αποκαλεί «γυμνή ζωή», δηλαδή μιας ζωής που είναι έκθετη σε μια απεριόριστη απειλή θανάτου, μια ζωή που έχει απογυμνωθεί από κάθε πολιτικό ή κοινωνικό δικαίωμα, είναι η πρωταρχική, αν και συγκαλυμμένη, δραστηριότητα της κυρίαρχης εξουσίας στη νεωτερικότητα.
Στο σημείο αυτό ο Αγκάμπεν εισάγει τον όρο «γυμνή ζωή», μια ζωή που σχετίζεται με τον «homo sacer» (ιερό άνθρωπο). Ο όρος «homo sacer», αν και ενέχει τη σημασία της ιερότητας, αναφέρεται σε έναν άνθρωπο που ο καθένας μπορεί να του αφαιρέσει τη ζωή χωρίς να θεωρηθεί ότι διαπράττει ανθρωποκτονία. Επίσης αναφέρεται σε έναν άνθρωπο που είναι εκτεθειμένος στην αφαίρεση της ζωής του, αλλά αποκλειόμενος από τη δυνατότητα της θυσίας του και της ευσέβειας που τη χαρακτηρίζει. Στο πλαίσιο του ρωμαϊκού νομικού συστήματος, ο «homo sacer» έχει νομική υπόσταση μέσω της εξαίρεσης του, μέσω της έκθεσης του στην αφαίρεση της ζωής του. Παρόμοια, στη σύγχρονη εποχή, το άτομο, ως «γυμνή ζωή», εξαιρείται από τον νόμο και την πολιτική ζωή, για να προσφερθεί ως τέτοιο στην εξουσία των κρατικών μηχανισμών.
Κατά τον Agamben, “η παραγωγή ενός βιοπολιτικού σώματος είναι η πρωταρχική δραστηριότητα της κυρίαρχης εξουσίας. Υπ’ αυτή την έννοια η βιοπολιτική είναι αρχαία όσο τουλάχιστον είναι και η κυρίαρχη εξαίρεση.”
Ο Αγκάμπεν δίνει το όνομα εξαίρεση σε αυτό που συμπεριλαμβάνεται απλώς μέσω αποκλεισμού. Η εξαίρεση είναι ένα είδος αποκλεισμού. Αποτελεί μια ξεχωριστή περίπτωση, η οποία αποκλείεται από τον γενικό κανόνα. Εκείνο όμως που χαρακτηρίζει ακριβώς την εξαίρεση είναι πως ό,τι αποκλείεται δεν στερείται, για τον λόγο αυτόν, κάθε σχέσης με τον κανόνα. Αντιθέτως, ο κανόνας εξακολουθεί να διατηρεί τη σχέση του με την εξαίρεση υπό τη μορφή της αναστολής. Ο κανόνας εφαρμόζεται στην εξαίρεση απεφαρμοζόμενος, δηλαδή μέσω της μη τήρησης του, της ανάκλησης του από αυτήν. Η αναστολή του κανόνα δεν σημαίνει χάος αλλά μια ζώνη ακαθοριστίας μεταξύ του χάους και μιας κανονικής κατάστασης. Ο Αγκάμπεν αποκαλεί αυτή τη ζώνη “κατάσταση εξαίρεσης”.
Φυσικά δεν είναι η πρώτη φορά που εφαρμόζεται κατάσταση εξαίρεσης. Ο Αγκάμπεν αναφέρεται στην στην κατάσταση εξαίρεσης που επιβλήθηκε στη Γερμανία από τον Χίτλερ:
“Αμέσως μόλις ο Χίτλερ (Hitler) κατέλαβε την εξουσία (ή, για να ακριβολογούμε, μόλις του παραδόθηκε η εξουσία), εξέδωσε στις 28 Φεβρουαρίου το Διάταγμα για την προστασία του λαού και του κράτους το οποίο ανέστελλε τα άρθρα του Συντάγματος της Βαϊμάρης που αφορούσαν τις ατομικές ελευθερίες. Το διάταγμα δεν ανακλήθηκε ποτέ, με αποτέλεσμα όλο το Γ' Ράιχ να μπορεί να θεωρηθεί, από νομικής άποψης, ως μια κατάσταση εξαίρεσης που διήρκεσε δώδεκα χρόνια. Υπό αυτή την έννοια, ο σύγχρονος ολοκληρωτισμός μπορεί να οριστεί ως η θέσμιση, μέσω της κατάστασης εξαίρεσης, ενός κατά νόμον εμφυλίου πολέμου που επιτρέπει τη φυσική εξόντωση όχι μόνο των πολιτικών αντιπάλων, αλλά και ολόκληρων κατηγοριών πολιτών που για κάποιο λόγο δίνουν την εντύπωση ότι δεν μπορούν να ενσωματωθούν στο πολιτικό σύστημα. Έκτοτε, η σκόπιμη διαμόρφωση μιας διαρκούς κατάστασης εκτάκτου ανάγκης (παρότι, ενδεχομένως, δεν κηρύσσεται με την τεχνική έννοια του όρου) αναδείχθηκε σε μια από τις βασικότερες πρακτικές των σύγχρονων κρατών, ακόμα και των λεγόμενων δημοκρατικών (...) Αρχές Οκτώβρη του 1939 ορίστηκε από τη ναζιστική κυβέρνηση της Γερμανίας ως το έτος «του Καθήκοντος να είναι κανείς Υγιής. Μια ηθική αξίωση που επέτρεψε σε γιατρούς να προσφέρουν «ευθανασία» σε ασθενείς που κρίνονταν ως ανίατη ιατρικά περίπτωση. Βάσει αυτής της ηθικής αξίωσης μέχρι το 1941 είχαν θανατωθεί πάνω από 70.000 ασθενείς από 130 γερμανικά νοσοκομεία σε μια επιχείρηση, η οποία αποτέλεσε την πρόβα τζενεράλε για την κατοπινή εξόντωση εβραίων, ομοφυλοφίλων, κομμουνιστών, τσιγγάνων, σλάβων και αιχμαλώτων πολέμου”.
Φυσικά η σημασία αυτού του παραδείγματος, η κυριαρχία της βιοπολιτικής, δεν σταματά με το τέλος του Β' Παγκοσμίου πολέμου. Μήπως ο πόλεμος κατά της τρομοκρατίας δεν εγκαινιάζει μια άνευ προηγουμένου κατάσταση εξαίρεσης;
Η 11η Σεπτεμβρίου 2001 σηματοδότησε μέσω του δόγματος του σοκ, του φόβου και της σύγχυσης νέες τεχνικές διακυβέρνησης που στο επίκεντρο τους βρισκόταν πλέον η έννοια της «βιοασφάλειας» (biosecurity) και τις οποίες διαχειρίζεται αυτό που οι αμερικανοί πολιτειολόγοι αποκαλούν “Κράτος ασφάλειας” (security state).
Σχολιάζει ο Αγκάμπεν: “H άμεσα βιοπολιτική σημασία της κατάστασης εξαίρεσης ως αρχετυπικής δομής στην οποία το δίκαιο εμπερικλείει το έμβιο ον μέσω της ίδιας του της αναστολής αναδεικνύεται σαφώς με τη στρατιωτική διαταγή που εξέδωσε ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών στις 13 Νοεμβρίου 2001. Σύμφωνα με αυτή, νομιμοποιείται η «αόριστη κράτηση» και η παραπομπή σε δίκη από «στρατιωτικές επιτροπές» των μη πολιτών οι οποίοι θεωρούνται ύποπτοι για συμμετοχή σε τρομοκρατικές ενέργειες. Ήδη όμως η Πατριωτική Νομοθετική Πράξη, που είχε ψηφιστεί από τη Γερουσία στις 26 Οκτωβρίου 2001, επέτρεπε στον Γενικό Εισαγγελέα να «θέτει υπό κράτηση» όποιον αλλοδαπό (alien) θεωρούνταν ύποπτος για ενέργειες που έθεταν σε κίνδυνο «την εθνική ασφάλεια των Ηνωμένων Πολιτειών». Η καινοτομία της «διαταγής» του προέδρου Μπους έγκειται στο γεγονός ότι απογυμνώνει το άτομο από κάθε νομική υπόσταση, δημιουργώντας έτσι μια οντότητα που δεν μπορεί ούτε να κατονομαστεί ούτε να κατηγοριοποιηθεί νομικά”.
Όπως δε έχει σχολιάσει η Τζούντιθ Μπάτλερ για τον κρατούμενο στο Γκουαντάναμο “η γυμνή ζωή αγγίζει τη μέγιστη απροσδιοριστία της”. Η μόνη δυνατή σύγκριση μπορεί να γίνει με τη νομική κατάσταση των εβραίων στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, οι οποίοι είχαν απωλέσει κάθε νομική υπόσταση, διατηρούσαν όμως την ταυτότητα του εβραίου.
Το παράδειγμα της κυριαρχίας της βιοπολιτικής συνεχίζεται φυσικά και σήμερα. Σχολιάζει ο Αγκάμπεν: “Φαίνεται ότι, έχοντας εξαντληθεί η τρομοκρατία ως δικαιολογία των μέτρων εξαίρεσης, η επινόηση μιας επιδημίας μπόρεσε να προσφέρει το ιδανικό πρόσχημα για την διεύρυνση (των μέτρων εξαίρεσης) πέρα από κάθε περιορισμό. Όπως μπροστά στην τρομοκρατία αποφανθήκαμε ότι πρέπει να αναστείλουμε την ελευθερία προκειμένου να την υπερασπιστούμε, μας λένε, τώρα, ότι πρέπει να αναστείλουμε την ζωή για να την προστατέψουμε”. Στον πόλεμο ενάντι στην τρομοκρατία ο εχθρός είναι εξωτερικός. Στον πόλεμο της “πανδημίας” ο εχθρός είναι εσωτερικός. Ο ανεμβολίαστος, που έχει πάρει τη θέση του “ασυμπτωματικού φορέα” και δυνητικού ασθενή, “διασπείρει τον ιό και το θάνατο”. Ο εχθρός τώρα είμαστε εμείς.
Κατά τον Τζιανφράνκο Σανγκουινέτι, η μέθοδος της αντιεξέγερσης που έγινε αμέσως και παντού αυτό που αποκαλείται εντελώς ψευδώς «πόλεμος ενάντια στον ιό», επιβεβαιώνει την πρόθεση που διέπει τις «ανθρωπιστικές» επιχειρήσεις ενός τέτοιου πολέμου, που δεν είναι εναντίον του ιού, αλλά εναντίον όλων των κανόνων, των δικαιωμάτων, των εγγυήσεων, των θεσμών και των ανθρώπων του παλιού κόσμου της αποσύνθεσης και του τέλους ενός κόσμου και ενός πολιτισμού, εκείνου της αστικής δημοκρατίας ο πολίτης έχει ήδη εδώ και καιρό εξαφανιστεί προς όφελος του καταναλωτή, ενώ ο τελευταίος τώρα περιορίζεται στο ρόλο του απλού ασθενούς όπου πάνω του ασκείται δικαίωμα ζωής και θανάτου.
Το ρεζουμέ είναι ότι ο πόλεμος ενάντια στον ιό αποτελεί την αναγκαία συνθήκη για μια (δυστοπική) επιβίωση του καπιταλισμού, ο οποίος δεν είναι πλέον σε θέση να αναπαραχθεί μέσω της μαζικής μισθωτής εργασίας και της καταναλωτικής ουτοπίας της οποίας η μαζική μισθωτή εργασία αποτελεί προϋπόθεση κι ότι η ατζέντα της πανδημίας υπαγορεύτηκε, τελικά, από την συστημική ενδόρρηξη: την πτώση της κερδοφορίας ενός τρόπου παραγωγής που η ανεξέλεγκτη αυτοματοποίηση καθιστά παρωχημένο.
Πυλώνες ενός νέο-φεουδαρχικού καθεστώτος καπιταλιστικής συσσώρευσης είναι η τελούμενη εξ αφορμής της “πανδημίας” επιτάχυνση της εξαφάνισης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, η μείωση των μισθών κι η εξοικονόμηση κεφαλαίου μέσω της “έξυπνης εργασίας”, η ανάπτυξη του ηλεκτρονικού εμπορίου, η έκρηξη κερδών της big tech (και big pharma) και η εγκαθίδρυση ενός νέου ψηφιακού πανοπτικού, που εγκαινιάζεται με τα υγειονομικά μέτρα, τον βιοιατρικό κρατικό έλεγχο, τα προγράμματα μαζικού υποχρεωτικού εμβολιασμού και τα υγειονομικά διαβατήρια (greenpass).
Κατά τον Agamben το εμβόλιο είναι στην πραγματικότητα ένα μέσο για να υποχρεωθούν οι άνθρωποι να έχουν ένα greenpass, δηλαδή έναν μηχανισμό που επιτρέπει τον έλεγχο και την ανίχνευση σε έναν άνευ προηγουμένου βαθμό των κινήσεών τους κι όπου η πρόσβαση σε παροχές θα εξαρτάται από τη συμμόρφωση στις εντολές των υγειονομικών αρχών κι από την αποδοχή της υποχρεωτικής αυτοεπιτήρησης μέσα από ένα πλέγμα αλγοριθμικών μοντέλων.
Αλλά πώς σχετίζεται η κατάσταση εξαίρεσης με την κυριαρχική εξουσία;
Κατά τον Agamben, κυρίαρχος είναι αυτός που αποφασίζει ΣΤΗΝ κατάσταση εξαίρεσης και συγχρόνως αυτός που αποφασίζει ΓΙΑ ΤΗΝ κατάσταση εξαίρεσης. Αν ο κυρίαρχος αποφασίζει σχετικά με το εάν η κατάσταση εξαίρεσης επικρατεί ή όχι, τότε είναι προφανές ότι αποφασίζει επίσης σχετικά με την “κανονική κατάσταση”, αν πράγματι επικρατεί αυτή η κανονική κατάσταση.
Αυτό είναι εμφανέστατο κατά τη διαχείριση της τρέχουσας “πανδημίας”, κατά την οποία η κυριαρχία ορίζει πότε λήγει (προσωρινά και μόνο) η κατάσταση εξαίρεσης (πχ κατά την έναρξη της τουριστικής περιόδου), για να επικρατήσει η “κανονική κατάσταση”, την οποία η κυριαρχία όριζει κι οριοθετεί κατά το δοκούν κι η οποία στην πραγματικότητα δεν αποτελεί παρά άλλη μια παραλλαγή, και μάλιστα επιφανειακά συγκαλλυμένη, της στην πραγματικότητα διαρκούς κατάστασης εξαίρεσης.
Κρίσιμο βέβαια ρόλο στη δημιουργία και στην άρθρωση του παραδείγματος της βιοασφάλειας διαδραματίζουν, πέραν της προπαγάνδας, κατά τον Αγκάμπεν η επιστήμη και η ιατρική, ιδίως η τελευταία, αναγώμενη πλέον ως ένα είδος θρησκείας.
“Εκείνο που συνέβη είναι ότι οι άνθρωποι διέσπασαν την ενότητα της έμβιας ύπαρξής τους, η οποία όμως είναι πάντα, αδιαχώριστα και ταυτόχρονα, σωματική και πνευματική. Ασφαλώς δεν ζούμε υπό αυτόν τον διαχωρισμό. Έχουμε το συνολικό βίωμα της σωματικής, πνευματικής και κοινωνικής εμπειρίας μας. Εκείνο που συνέβη, υπό την επήρεια της αυξανόμενης ιατρικοποίησης, είναι ότι αυτή η ενότητα διασπάστηκε αφενός σε μια καθαρά βιολογική οντότητα ─η βιολογική ζωή, η φυτική ζωή─ και αφετέρου σε μία κοινωνική, πολιτισμική και πολιτική ζωή. Αυτή η διάσπαση είναι πολύ σημαντική, αλλά δεν παύει να είναι μία αφαίρεση, αλλά μία αφαίρεση ισχυρή και αποτελεσματική...Εκείνο που τελικά συνέβη σήμερα με την επιδημία είναι ότι το σώμα, σε μία κατάσταση πλήρους φυτικής ζωής στη μονάδα εντατικής θεραπείας, έχει γίνει ένα είδος πολιτικού παραδείγματος βάση του οποίου οι πολίτες πρέπει να ρυθμίσουν τη συμπεριφορά τους συρρικνώνοντας τη ζωή τους σε μία καθαρά βιολογική ζωή. Η διατήρηση, με οποιοδήποτε τίμημα, αυτής της φυτικής ζωής, η οποία διαχωρίζεται με ασαφές τρόπο από την κοινωνική ζωή, θεωρώ ότι είναι το πιο εντυπωσιακό στοιχείο της νέας αυτής θρησκευτικής λατρείας στην ιατρική, η οποία μετατράπηκε η ίδια σε θρησκεία.”.
Για να επανέλθουμε όμως στην κατάσταση εξαίρεσης, σχολιάζει ο Αγκάμπεν:
“Αυτό που η επιδημία δείχνει ξεκάθαρα είναι ότι η κατάσταση εξαίρεσης, στην οποία οι κυβερνήσεις για πολύ καιρό μας έχουν συνηθίσει, έχει γίνει η κανονική συνθήκη (la condition normale). Οι άνθρωποι έχουν τόσο πολύ εξοικειωθεί να ζουν σε μια κατάσταση μόνιμης κρίσης που δεν φαίνεται να αντιλαμβάνονται ότι η ζωή τους έχει μειωθεί στο επίπεδο μιας καθαρά βιολογικής συνθήκης, και ότι έχει χάσει όχι μόνο την πολιτική της διάσταση, αλλά και οποιαδήποτε ανθρώπινη διάσταση. (...) Όπως οι πολιτειολόγοι προέβλεψαν, έχουμε φτάσει στο παράδοξο να παρουσιάζεται η παύση κάθε πολιτικής δραστηριότητας και κοινωνικής σχέσης ως υποδειγματική μορφή πολιτικής συμμετοχής. το παράδειγμα της βιοασφάλειας, το οποίο προσπάθησα να ορίσω, θα παραμείνει. Με ποιον όμως τρόπο θα παραμείνει; Θα παραμείνει υπό αυτήν την αξιοπερίεργη νόρμα της «κοινωνικής αποστασιοποίησης». Είναι αξιοπερίεργη αυτή η νόρμα, καθότι δεν αναφέρεται σε σωματική ή προσωπική αποστασιοποίηση, όπως θα ήταν φυσιολογικό εάν επρόκειτο για έναν ιατροτεχνολογικό μηχανισμό, αλλά στην «κοινωνική αποστασιοποίηση». Δεν θα μπορούσε να υπάρξει πιο σαφής διατύπωση ότι πρόκειται για ένα νέο πρότυπο οργάνωσης της κοινωνίας, δηλαδή, για έναν μηχανισμό θεμελιωδώς πολιτικό. Αλλά τι είδους κοινωνία είναι αυτή όταν βασίζεται στην απόσταση; Μπορεί μια τέτοια κοινωνία να συνεχίζει να χαρακτηρίζεται πολιτική; (...) Η επιδημία, η οποία προέρχεται από τη λέξη δήμος, είναι ένα πολιτικό φαινόμενο. Γράφεται ως εξής, παν-δημία, στην οποία ο δήμος δεν αποτελεί πλέον ένα πολιτικό σώμα αλλά απλώς ένα βιοπολιτικό-βιολογικό-πληθυσμό.”
Στο βαθμό που στην εποχή μας η κατάσταση εξαίρεσης έρχεται όλο και περισσότερο στο πρώτο πλάνο ως ο θεμελιώδης πολιτικός κανόνας, όπως ισχυρίζεται ο Αγκάμπεν, τότε όλοι ζούμε, τουλάχιστον δυνητικά, σε κατάσταση εξαίρεσης.
Το να ζούμε σε μια κατάσταση εξαίρεσης δεν σημαίνει ότι απλώς αποκλειόμαστε από το νομικό σύστημα ή από το νόμο. Συμπεριλαμβανόμαστε ακόμη στον νόμο, αλλά μόνο υπό τη μορφή της εξαίρεσης, δηλαδή, σε μια εξωτερική σχέση με το νόμο. Για αυτόν τον λόγο λέει ο Αγκάμπεν ότι είμαστε όλοι δυνητικά “sacri homines” (ιεροί άνθρωποι), των οποίων ολόκληρη η ύπαρξη διέπεται από το γεγονός ότι είμαστε κάθε στιγμή εκτεθειμένοι σε μια απεριόριστη απειλή του θανάτου.
Ο homo sacer είναι αυτός που δεν ανήκει ούτε στη σφαίρα του θετικού νόμου ούτε σε αυτή του φυσικού νόμου. Δεν έχει ούτε τα δικαιώματα ενός πολίτη ούτε τα ανθρώπινα δικαιώματα. Αναπαριστά, σύμφωνα με τον Αγκάμπεν, την πρωταρχική μορφή της ζωής στην κατάσταση της εξαίρεσης που έχει καταστεί κανόνας και με αυτόν τον τρόπο της ζωής που λαμβάνεται στο κυρίαρχο ανάθεμα: “Ό,τι βρίσκεται δέσμιο στο κυρίαρχο ανάθεμα είναι η φονεύσιμη και άθυτη ανθρώπινη ζωή: ο homo sacer”.
Στο σημείο αυτό ακριβώς εντοπίζει ο Αγκάμπεν την πρώτη άρθρωση της κυριαρχίας με τη βιολογική, γυμνή ζωή: «γυμνή ζωή πιασμένη στο κυρίαρχο ανάθεμα είναι η ζωή που είναι αρχικώς ιερή –φονεύσιμη και άθυτη· τούτο σημαίνει πως μπορεί να αφαιρεθεί, αλλά δεν μπορεί να θυσιαστεί– και, υπ' αυτή την έννοια, η παραγωγή της γυμνής ζωής είναι η πρωταρχική επίδοση της κυριαρχίας. Η νεωτερική πολιτική (la politique moderne) είναι από την αρχή έως το τέλος μια βιοπολιτική, της οποία το απόλυτο διακύβευμα είναι η ζωή καθ’ εαυτή».
Υπό αυτή την έννοια ο homo sacer καθίσταται το πρότυπο μιας ζωής που είναι εκτεθειμένη στο θάνατο και η οποία θεμελιώνει το παράδοξο της κυριαρχίας, συναρθρώνοντας την κυρίαρχη εξουσία και τη βιοπολιτική: «Όχι η απλή φυσική ζωή, αλλά η ζωή η εκτεθειμένη στο θάνατο (η γυμνή ζωή ή ιερή ζωή) συνιστά το αρχέγονο πολιτικό στοιχείο».
Αποφασιστικής σημασίας είναι το γεγονός ότι, όσο προχωρά η διαδικασία ανάδειξης πανταχού της εξαίρεσης σε κανόνα, η σφαίρα της γυμνής ζωής, τοποθετούμενης αρχικά στο περιθώριο της τάξης, ταυτίζεται προοδευτικά με την πολιτική σφαίρα, έτσι ώστε αποκλεισμός και περίληψη, εξωτερικό και εσωτερικό, βίος και ζωή, δίκαιο και γεγονός εισέρχονται σε μια ζώνη όπου δεν μπορούν να διακριθούν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της αμφίσημης αυτής ζώνης είναι ο διαχωρισμός των πολιτών σε αποκλεισμένους ή μη ανάλογα με τον αριθμό των πραγματοποιηθέντων δόσεων εμβολιασμού, με τον αριθμό να δύναται φυσικά να αλλάξει από τους κυριάρχους ανά πάσα ώρα και στιγμή.
Στα στρατόπεδα συγκέντρωσης των ολοκληρωτικών καθεστώτων η λογική του homo sacer αποκτά τη διάσταση ενός γενικευμένου παραδείγματος, καθίσταται ο «νόμος» του μοντέρνου. Όπως παρατηρεί ο Αγκάμπεν, ο ολοκληρωτισμός που σημάδεψε τον 20ο αιώνα έχει τη ρίζα του στην ταύτιση της ζωής και της πολιτικής, με άλλα λόγια, έχει τη ρίζα του στον ορίζοντα της βιοπολιτικής.
Ο Εβραίος που ζει υπό ναζιστικό καθεστώς είναι ένα προνομιακό αρνητικό αναφερόμενο της νέας βιοπολιτικής κυριαρχίας και, ως τέτοιο, μια πασίδηλη περίπτωση homo sacer, υπό την έννοια της φονεύσιμης και άθυτης ζωής.Το πλαίσιο στο οποίο η εξολόθρευση τους έλαβε χώρα δεν είναι ούτε η θρησκεία ούτε το δίκαιο, αλλά η βιοπολιτική.
Σχολιάζουν οι AvantGarde: “Το πώς το 2021, το κυρίαρχο νεοφιλελεύθερο βιοϊατρικό αφήγημα με αφορμή την «πανδημία», αποσιώπησε κάθε νομικό/ηθικό/κοινωνικό πλαίσιο περί βιοηθικής και δικαιωμάτων που διαμορφώθηκαν μετά τη φρίκη της ναζιστικής βιοϊατρικής εξόντωσης των «διαφορετικών», στο όνομα της «δημόσιας υγείας», δηλαδή της «υγείας» της άριας φυλής καθώς και του «καθήκοντος να είναι κανείς υγιής», δείχνει ότι πλέον βρισκόμαστε σε ένα επικίνδυνο σημείο αναβίωσης μιας τραυματικής συλλογικής μνήμης.
Χωρίς καμία αμφιβολία, ο κανιβαλισμός και η στοχοποίηση των ανεμβολίαστων δεν έχει κανένα υγειονομικό χαρακτήρα. Είναι ένα πολιτικό εργαλείο της άρχουσας τάξης και του κράτους, ανάλογο με τη στοχοποίηση, τους περιορισμούς και τις διακρίσεις στους οποίους έχουν υποβληθεί ιστορικά πληθυσμοί με βάση το χρώμα τους, το θρήσκευμά τους, την εθνότητά τους, τη φυλή τους, τις σεξουαλικές τους προτιμήσεις ή τις πολιτικές τους ιδέες. Οι κοινωνίες που θεσμοθετούν τέτοια μέτρα είναι ρατσιστικές, ανεξάρτητα από το λόγο που επικαλούνται για να λάβουν αυτούς του είδους τα «έκτακτα μέτρα»”.
Δεν είναι ωστόσο η πρώτη φορά που το κράτος εξαίρεσης επιβάλλεται για “υγειονομικούς” λόγους, καθώς και οι ναζί στις βρωμερές θεωρίες τους της ευγονικής επικαλούντο λόγους προστασίας της ζωής και της υγείας με στόχο «τη βελτίωση της γενετικής ποιότητας του πληθυσμού για την προάσπιση των συμφερόντων και της καθαρότητας της Αρίας φυλής».
Τι ευγενικός σκοπός ε;
Ιστορικά, η λέπρα αντιμετωπίστηκε με τον αποκλεισμό των ατομικών, μολυσματικών σωμάτων. Η διαχείριση όμως της πανούκλας υποκίνησε αμιγώς πειθαρχικά σχήματα, εισάγοντας τα ατομικά σώματα σε ένα συγκεκριμένο δίκτυο πειθαρχικών σχέσεων, με “εξατομικευμένες κατανομές” στον χώρο, δηλαδή ο καθένας οφείλει να βρίσκεται εκεί ακριβώς που του επιβάλλεται να είναι, και συνάμα με την “οργάνωση σε βάθος των επιτηρήσεων και των ελέγχων” αυτών των διαιρέσων και κατανομών.
Στο κέντρο κάθε σύγχρονου πειθαρχικού ελέγχου, συμπεριλαμβανομένου του ελέγχου της κυκλοφορίας του σώματος εν καιρώ πανδημίας, λειτουργεί ένας μικρός ποινικός μηχανισμός, η «κανονιστική κύρωση», όπως την ονομάζει ο Φουκώ, ο οποίος τιμωρεί ένα σύνολο συμπεριφορών που αποκλίνουν απ’ ό,τι εκείνος καθορίζει ως επιτρεπτό. Σκοπός του είναι η δημιουργία του πειθήνιου σώματος της πανδημίας μέσω του φόβου της ποινής, που στις μέρες μας είναι το χρηματικό πρόστιμο ή ακόμη και η φυλάκιση. Πρόκειται για μια νέα νόρμα όπου καταργείται πλέον το «δικαίωμα» στην υγεία και επανεγγράφεται ως μια νομική υποχρέωση για την υγεία, ως «καθήκον», το οποίο πρέπει να εκπληρώνεται με κάθε κόστος και τίμημα.
Πέρα από την ποινικοποίηση της διαγωγής, υφίσταται και η ηθικοποίησή της. Η «ανέμελη» κυκλοφορία των σωμάτων δεν είναι μόνο ποινικά κολάσιμη, αλλά και ηθικά. Έτσι, το ανυπάκουο σώμα χαρακτηρίζεται ως «ανεύθυνο», σε αντιδιαστολή με το υπάκουο σώμα του «υπεύθυνου» πολίτη.
Κρισιμό φυσικά ρόλο για την εγκαθίδρυση της γενικευμένης πειθάρχησης παίζει η προπαγάνδα, που οργιάζει στα βασικά κέντρα οικονομικής εξουσίας (ιδιαίτερα στη Βόρεια Αμερική και την Ευρώπη). Ολόκληροι πληθυσμοί εκτεθειμένοι σε βαρύ βομβαρδισμό από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης παραδίδονται μέσω της αυτοπειθαρχίας, εφαρμόζοντας πιστά με γκροτέσκο ενθουσιασμό τις μορφές “κοινωνικής ευθύνης” που ο εξαναγκασμός μεταμορφώνει σε “αλτρουισμό”.
Οι δυο μορφές βιοεξουσίας, η πειθαρχική εξουσία και η βιοπολιτική του πληθυσμού, συνδυάζονται στο μοντέλο διαχείρισης της πανούκλας, Αντίστοιχα, αυτό που βλέπουμε τον καιρό της “πανδημίας” είναι η γιγάντωση της άσκησης της πειθαρχικής εξουσίας, η οποία, στο όνομα της υγείας του πληθυσμού και της ανάπτυξης συγκεκριμένων στρατηγικών, ελέγχει, αποκλείει, περιορίζει το ανθρώπινο σώμα. Σκοπός ή πολιτικό «όνειρο» της εξουσίας κατά τη διαχείριση της είναι, στο όνομα της διατήρησης της ζωής και της αποφυγής του θανάτου, η παραγωγή υπάκουων, πειθαρχημένων σωμάτων.
Ως εκ τούτου, αυτό που καθίσταται εμφανές από μια τέτοια διαχείριση είναι ότι εξακολουθούμε να διαβιούμε εντός εκείνου του συστήματος εξουσίας που εγκαινιάστηκε από την πολιτική και ιατρική διοίκηση της πανούκλας στις απαρχές της νεωτερικότητας και που εδράζεται στο δίπτυχο ζωή-πειθαρχία.
Το πολιτικό όνειρο που βρισκόταν πίσω από τη διαχείριση της λέπρας είναι το «όνειρο μιας καθαρής κοινότητας». Αντιθέτως, στη διαχείριση της πανούκλας ήταν το «όνειρο μιας πειθαρχημένης κοινωνίας». Υπό μία έννοια, το πολιτικό όνειρο της πανωλόβλητης πόλης είναι η εξάλειψη της πολιτικής. Η πανωλόβλητη πόλη, όπως σημειώνει ο Φουκώ, «εκφράζει την ουτοπία της τέλεια κυβερνώμενης πόλης: είναι μια πόλη που τη διατρέχει ολόκληρη η ιεραρχία, η επιτήρηση, το βλέμμα, η γραφή· μια πόλη η οποία ακινητοποιείται κατά τη λειτουργία μιας εκτεταμένης εξουσίας που ασκείται με διακριτό τρόπο σε κάθε ατομικό σώμα».
Στην περίπτωση δε της τρέχουσας “πανδημίας”, ενώ φάνηκε ότι το μοντέλο διαχείρισης ακολούθησε αυτό της πανούκλας, με πειθαρχικές εξουσιαστικές παρεμβάσεις επί τους σώματος (μάσκα, αποστάσεις) και με βιοπολιτική διαχείριση του πληθυσμού (καραντίνες, περιορισμός κυκλοφορίας, τυποποίηση της ανθρώπινης δραστηριότητας σε κωδικούς), φαίνεται ότι σταδιακά (και με την “αποτυχία” του μοντέλου αυτού), περνάμε επιπλέον και σε πρακτικές “καθαρής κοινότητας” κατά τα πρότυπα της διαχείρισης της λέπρας, με αναστολές εργασίας ανεμβολίαστων, λοκντάουν ανεμβολίαστων και σε αρκετά, ακραία πολιτικά συστήματα (πχ Αυστραλία) και εγκλεισμό τους σε “δομές υγείας” και στην πραγματικότητα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Ταυτόχρονα δε με την υποβάθμιση των ανεμβολίαστων σε απλές βιολογικές οντότητες δίχως δικαιώματα σε καθέστώς εξαίρεσης, όσοι βαφτίζονται προσωρινά “υπεύθυνοι πολίτες” απολαμβάνουν μια σειρά προσδιορισμένων από την κυριαρχία επιπλέον δικαιωμάτων (μέχρι πρότινος κοινών για όλους) ως ένα είδος προνομιακής μεταχείρισης ως αντάλλαγμα της συμμόρφωσής τους.
Για τον Φουκώ, η βιοεξουσία είναι μια ουσιαστικά νεωτερική μορφή εξουσίας και ο σκοπός της είναι να ασκήσει μια μάλλον θετική επιρροή, διασφαλίζοντας τη ζωή με την υποβολή της σε ακριβείς ελέγχους και περιεκτικούς κανονισμούς. Στη βιοεξουσία ο Φουκώ αντιτάσσει την “κλασική” κυρίαρχη εξουσία, που ασκείται κυρίως ως μέσο παρακράτησης, αφαίρεσης, αρπαγής των πραγμάτων, του χρόνου, των σωμάτων, και τελικά της ίδιας της ζωής.
Στη διάκριση του Φουκό μεταξύ της «παραγωγικής» βιοεξουσίας και της «παρακρατικής» (που παρακρατεί) κυρίαρχης εξουσίας ασκεί κριτική ο Ιταλός φιλόσοφος Giorgio Agamben στο έργο του “Homo Sacer–Κυρίαρχη εξουσία και γυμνή ζωή (1995)”, βλέποντας τη φουκωική αντίθεση μεταξύ της βιοεξουσίας και της κυρίαρχης εξουσίας ως “κοινότοπη” και υπογραμμίζοντας ότι δεν είναι δυνατό να διακρίνουμε μεταξύ αυτών των δύο.
Κατά τον Agamben, η παραγωγή αυτού που αποκαλεί «γυμνή ζωή», δηλαδή μιας ζωής που είναι έκθετη σε μια απεριόριστη απειλή θανάτου, μια ζωή που έχει απογυμνωθεί από κάθε πολιτικό ή κοινωνικό δικαίωμα, είναι η πρωταρχική, αν και συγκαλυμμένη, δραστηριότητα της κυρίαρχης εξουσίας στη νεωτερικότητα.
Στο σημείο αυτό ο Αγκάμπεν εισάγει τον όρο «γυμνή ζωή», μια ζωή που σχετίζεται με τον «homo sacer» (ιερό άνθρωπο). Ο όρος «homo sacer», αν και ενέχει τη σημασία της ιερότητας, αναφέρεται σε έναν άνθρωπο που ο καθένας μπορεί να του αφαιρέσει τη ζωή χωρίς να θεωρηθεί ότι διαπράττει ανθρωποκτονία. Επίσης αναφέρεται σε έναν άνθρωπο που είναι εκτεθειμένος στην αφαίρεση της ζωής του, αλλά αποκλειόμενος από τη δυνατότητα της θυσίας του και της ευσέβειας που τη χαρακτηρίζει. Στο πλαίσιο του ρωμαϊκού νομικού συστήματος, ο «homo sacer» έχει νομική υπόσταση μέσω της εξαίρεσης του, μέσω της έκθεσης του στην αφαίρεση της ζωής του. Παρόμοια, στη σύγχρονη εποχή, το άτομο, ως «γυμνή ζωή», εξαιρείται από τον νόμο και την πολιτική ζωή, για να προσφερθεί ως τέτοιο στην εξουσία των κρατικών μηχανισμών.
Κατά τον Agamben, “η παραγωγή ενός βιοπολιτικού σώματος είναι η πρωταρχική δραστηριότητα της κυρίαρχης εξουσίας. Υπ’ αυτή την έννοια η βιοπολιτική είναι αρχαία όσο τουλάχιστον είναι και η κυρίαρχη εξαίρεση.”
Ο Αγκάμπεν δίνει το όνομα εξαίρεση σε αυτό που συμπεριλαμβάνεται απλώς μέσω αποκλεισμού. Η εξαίρεση είναι ένα είδος αποκλεισμού. Αποτελεί μια ξεχωριστή περίπτωση, η οποία αποκλείεται από τον γενικό κανόνα. Εκείνο όμως που χαρακτηρίζει ακριβώς την εξαίρεση είναι πως ό,τι αποκλείεται δεν στερείται, για τον λόγο αυτόν, κάθε σχέσης με τον κανόνα. Αντιθέτως, ο κανόνας εξακολουθεί να διατηρεί τη σχέση του με την εξαίρεση υπό τη μορφή της αναστολής. Ο κανόνας εφαρμόζεται στην εξαίρεση απεφαρμοζόμενος, δηλαδή μέσω της μη τήρησης του, της ανάκλησης του από αυτήν. Η αναστολή του κανόνα δεν σημαίνει χάος αλλά μια ζώνη ακαθοριστίας μεταξύ του χάους και μιας κανονικής κατάστασης. Ο Αγκάμπεν αποκαλεί αυτή τη ζώνη “κατάσταση εξαίρεσης”.
Φυσικά δεν είναι η πρώτη φορά που εφαρμόζεται κατάσταση εξαίρεσης. Ο Αγκάμπεν αναφέρεται στην στην κατάσταση εξαίρεσης που επιβλήθηκε στη Γερμανία από τον Χίτλερ:
“Αμέσως μόλις ο Χίτλερ (Hitler) κατέλαβε την εξουσία (ή, για να ακριβολογούμε, μόλις του παραδόθηκε η εξουσία), εξέδωσε στις 28 Φεβρουαρίου το Διάταγμα για την προστασία του λαού και του κράτους το οποίο ανέστελλε τα άρθρα του Συντάγματος της Βαϊμάρης που αφορούσαν τις ατομικές ελευθερίες. Το διάταγμα δεν ανακλήθηκε ποτέ, με αποτέλεσμα όλο το Γ' Ράιχ να μπορεί να θεωρηθεί, από νομικής άποψης, ως μια κατάσταση εξαίρεσης που διήρκεσε δώδεκα χρόνια. Υπό αυτή την έννοια, ο σύγχρονος ολοκληρωτισμός μπορεί να οριστεί ως η θέσμιση, μέσω της κατάστασης εξαίρεσης, ενός κατά νόμον εμφυλίου πολέμου που επιτρέπει τη φυσική εξόντωση όχι μόνο των πολιτικών αντιπάλων, αλλά και ολόκληρων κατηγοριών πολιτών που για κάποιο λόγο δίνουν την εντύπωση ότι δεν μπορούν να ενσωματωθούν στο πολιτικό σύστημα. Έκτοτε, η σκόπιμη διαμόρφωση μιας διαρκούς κατάστασης εκτάκτου ανάγκης (παρότι, ενδεχομένως, δεν κηρύσσεται με την τεχνική έννοια του όρου) αναδείχθηκε σε μια από τις βασικότερες πρακτικές των σύγχρονων κρατών, ακόμα και των λεγόμενων δημοκρατικών (...) Αρχές Οκτώβρη του 1939 ορίστηκε από τη ναζιστική κυβέρνηση της Γερμανίας ως το έτος «του Καθήκοντος να είναι κανείς Υγιής. Μια ηθική αξίωση που επέτρεψε σε γιατρούς να προσφέρουν «ευθανασία» σε ασθενείς που κρίνονταν ως ανίατη ιατρικά περίπτωση. Βάσει αυτής της ηθικής αξίωσης μέχρι το 1941 είχαν θανατωθεί πάνω από 70.000 ασθενείς από 130 γερμανικά νοσοκομεία σε μια επιχείρηση, η οποία αποτέλεσε την πρόβα τζενεράλε για την κατοπινή εξόντωση εβραίων, ομοφυλοφίλων, κομμουνιστών, τσιγγάνων, σλάβων και αιχμαλώτων πολέμου”.
Φυσικά η σημασία αυτού του παραδείγματος, η κυριαρχία της βιοπολιτικής, δεν σταματά με το τέλος του Β' Παγκοσμίου πολέμου. Μήπως ο πόλεμος κατά της τρομοκρατίας δεν εγκαινιάζει μια άνευ προηγουμένου κατάσταση εξαίρεσης;
Η 11η Σεπτεμβρίου 2001 σηματοδότησε μέσω του δόγματος του σοκ, του φόβου και της σύγχυσης νέες τεχνικές διακυβέρνησης που στο επίκεντρο τους βρισκόταν πλέον η έννοια της «βιοασφάλειας» (biosecurity) και τις οποίες διαχειρίζεται αυτό που οι αμερικανοί πολιτειολόγοι αποκαλούν “Κράτος ασφάλειας” (security state).
Σχολιάζει ο Αγκάμπεν: “H άμεσα βιοπολιτική σημασία της κατάστασης εξαίρεσης ως αρχετυπικής δομής στην οποία το δίκαιο εμπερικλείει το έμβιο ον μέσω της ίδιας του της αναστολής αναδεικνύεται σαφώς με τη στρατιωτική διαταγή που εξέδωσε ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών στις 13 Νοεμβρίου 2001. Σύμφωνα με αυτή, νομιμοποιείται η «αόριστη κράτηση» και η παραπομπή σε δίκη από «στρατιωτικές επιτροπές» των μη πολιτών οι οποίοι θεωρούνται ύποπτοι για συμμετοχή σε τρομοκρατικές ενέργειες. Ήδη όμως η Πατριωτική Νομοθετική Πράξη, που είχε ψηφιστεί από τη Γερουσία στις 26 Οκτωβρίου 2001, επέτρεπε στον Γενικό Εισαγγελέα να «θέτει υπό κράτηση» όποιον αλλοδαπό (alien) θεωρούνταν ύποπτος για ενέργειες που έθεταν σε κίνδυνο «την εθνική ασφάλεια των Ηνωμένων Πολιτειών». Η καινοτομία της «διαταγής» του προέδρου Μπους έγκειται στο γεγονός ότι απογυμνώνει το άτομο από κάθε νομική υπόσταση, δημιουργώντας έτσι μια οντότητα που δεν μπορεί ούτε να κατονομαστεί ούτε να κατηγοριοποιηθεί νομικά”.
Όπως δε έχει σχολιάσει η Τζούντιθ Μπάτλερ για τον κρατούμενο στο Γκουαντάναμο “η γυμνή ζωή αγγίζει τη μέγιστη απροσδιοριστία της”. Η μόνη δυνατή σύγκριση μπορεί να γίνει με τη νομική κατάσταση των εβραίων στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, οι οποίοι είχαν απωλέσει κάθε νομική υπόσταση, διατηρούσαν όμως την ταυτότητα του εβραίου.
Το παράδειγμα της κυριαρχίας της βιοπολιτικής συνεχίζεται φυσικά και σήμερα. Σχολιάζει ο Αγκάμπεν: “Φαίνεται ότι, έχοντας εξαντληθεί η τρομοκρατία ως δικαιολογία των μέτρων εξαίρεσης, η επινόηση μιας επιδημίας μπόρεσε να προσφέρει το ιδανικό πρόσχημα για την διεύρυνση (των μέτρων εξαίρεσης) πέρα από κάθε περιορισμό. Όπως μπροστά στην τρομοκρατία αποφανθήκαμε ότι πρέπει να αναστείλουμε την ελευθερία προκειμένου να την υπερασπιστούμε, μας λένε, τώρα, ότι πρέπει να αναστείλουμε την ζωή για να την προστατέψουμε”. Στον πόλεμο ενάντι στην τρομοκρατία ο εχθρός είναι εξωτερικός. Στον πόλεμο της “πανδημίας” ο εχθρός είναι εσωτερικός. Ο ανεμβολίαστος, που έχει πάρει τη θέση του “ασυμπτωματικού φορέα” και δυνητικού ασθενή, “διασπείρει τον ιό και το θάνατο”. Ο εχθρός τώρα είμαστε εμείς.
Κατά τον Τζιανφράνκο Σανγκουινέτι, η μέθοδος της αντιεξέγερσης που έγινε αμέσως και παντού αυτό που αποκαλείται εντελώς ψευδώς «πόλεμος ενάντια στον ιό», επιβεβαιώνει την πρόθεση που διέπει τις «ανθρωπιστικές» επιχειρήσεις ενός τέτοιου πολέμου, που δεν είναι εναντίον του ιού, αλλά εναντίον όλων των κανόνων, των δικαιωμάτων, των εγγυήσεων, των θεσμών και των ανθρώπων του παλιού κόσμου της αποσύνθεσης και του τέλους ενός κόσμου και ενός πολιτισμού, εκείνου της αστικής δημοκρατίας ο πολίτης έχει ήδη εδώ και καιρό εξαφανιστεί προς όφελος του καταναλωτή, ενώ ο τελευταίος τώρα περιορίζεται στο ρόλο του απλού ασθενούς όπου πάνω του ασκείται δικαίωμα ζωής και θανάτου.
Το ρεζουμέ είναι ότι ο πόλεμος ενάντια στον ιό αποτελεί την αναγκαία συνθήκη για μια (δυστοπική) επιβίωση του καπιταλισμού, ο οποίος δεν είναι πλέον σε θέση να αναπαραχθεί μέσω της μαζικής μισθωτής εργασίας και της καταναλωτικής ουτοπίας της οποίας η μαζική μισθωτή εργασία αποτελεί προϋπόθεση κι ότι η ατζέντα της πανδημίας υπαγορεύτηκε, τελικά, από την συστημική ενδόρρηξη: την πτώση της κερδοφορίας ενός τρόπου παραγωγής που η ανεξέλεγκτη αυτοματοποίηση καθιστά παρωχημένο.
Πυλώνες ενός νέο-φεουδαρχικού καθεστώτος καπιταλιστικής συσσώρευσης είναι η τελούμενη εξ αφορμής της “πανδημίας” επιτάχυνση της εξαφάνισης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, η μείωση των μισθών κι η εξοικονόμηση κεφαλαίου μέσω της “έξυπνης εργασίας”, η ανάπτυξη του ηλεκτρονικού εμπορίου, η έκρηξη κερδών της big tech (και big pharma) και η εγκαθίδρυση ενός νέου ψηφιακού πανοπτικού, που εγκαινιάζεται με τα υγειονομικά μέτρα, τον βιοιατρικό κρατικό έλεγχο, τα προγράμματα μαζικού υποχρεωτικού εμβολιασμού και τα υγειονομικά διαβατήρια (greenpass).
Κατά τον Agamben το εμβόλιο είναι στην πραγματικότητα ένα μέσο για να υποχρεωθούν οι άνθρωποι να έχουν ένα greenpass, δηλαδή έναν μηχανισμό που επιτρέπει τον έλεγχο και την ανίχνευση σε έναν άνευ προηγουμένου βαθμό των κινήσεών τους κι όπου η πρόσβαση σε παροχές θα εξαρτάται από τη συμμόρφωση στις εντολές των υγειονομικών αρχών κι από την αποδοχή της υποχρεωτικής αυτοεπιτήρησης μέσα από ένα πλέγμα αλγοριθμικών μοντέλων.
Αλλά πώς σχετίζεται η κατάσταση εξαίρεσης με την κυριαρχική εξουσία;
Κατά τον Agamben, κυρίαρχος είναι αυτός που αποφασίζει ΣΤΗΝ κατάσταση εξαίρεσης και συγχρόνως αυτός που αποφασίζει ΓΙΑ ΤΗΝ κατάσταση εξαίρεσης. Αν ο κυρίαρχος αποφασίζει σχετικά με το εάν η κατάσταση εξαίρεσης επικρατεί ή όχι, τότε είναι προφανές ότι αποφασίζει επίσης σχετικά με την “κανονική κατάσταση”, αν πράγματι επικρατεί αυτή η κανονική κατάσταση.
Αυτό είναι εμφανέστατο κατά τη διαχείριση της τρέχουσας “πανδημίας”, κατά την οποία η κυριαρχία ορίζει πότε λήγει (προσωρινά και μόνο) η κατάσταση εξαίρεσης (πχ κατά την έναρξη της τουριστικής περιόδου), για να επικρατήσει η “κανονική κατάσταση”, την οποία η κυριαρχία όριζει κι οριοθετεί κατά το δοκούν κι η οποία στην πραγματικότητα δεν αποτελεί παρά άλλη μια παραλλαγή, και μάλιστα επιφανειακά συγκαλλυμένη, της στην πραγματικότητα διαρκούς κατάστασης εξαίρεσης.
Κρίσιμο βέβαια ρόλο στη δημιουργία και στην άρθρωση του παραδείγματος της βιοασφάλειας διαδραματίζουν, πέραν της προπαγάνδας, κατά τον Αγκάμπεν η επιστήμη και η ιατρική, ιδίως η τελευταία, αναγώμενη πλέον ως ένα είδος θρησκείας.
“Εκείνο που συνέβη είναι ότι οι άνθρωποι διέσπασαν την ενότητα της έμβιας ύπαρξής τους, η οποία όμως είναι πάντα, αδιαχώριστα και ταυτόχρονα, σωματική και πνευματική. Ασφαλώς δεν ζούμε υπό αυτόν τον διαχωρισμό. Έχουμε το συνολικό βίωμα της σωματικής, πνευματικής και κοινωνικής εμπειρίας μας. Εκείνο που συνέβη, υπό την επήρεια της αυξανόμενης ιατρικοποίησης, είναι ότι αυτή η ενότητα διασπάστηκε αφενός σε μια καθαρά βιολογική οντότητα ─η βιολογική ζωή, η φυτική ζωή─ και αφετέρου σε μία κοινωνική, πολιτισμική και πολιτική ζωή. Αυτή η διάσπαση είναι πολύ σημαντική, αλλά δεν παύει να είναι μία αφαίρεση, αλλά μία αφαίρεση ισχυρή και αποτελεσματική...Εκείνο που τελικά συνέβη σήμερα με την επιδημία είναι ότι το σώμα, σε μία κατάσταση πλήρους φυτικής ζωής στη μονάδα εντατικής θεραπείας, έχει γίνει ένα είδος πολιτικού παραδείγματος βάση του οποίου οι πολίτες πρέπει να ρυθμίσουν τη συμπεριφορά τους συρρικνώνοντας τη ζωή τους σε μία καθαρά βιολογική ζωή. Η διατήρηση, με οποιοδήποτε τίμημα, αυτής της φυτικής ζωής, η οποία διαχωρίζεται με ασαφές τρόπο από την κοινωνική ζωή, θεωρώ ότι είναι το πιο εντυπωσιακό στοιχείο της νέας αυτής θρησκευτικής λατρείας στην ιατρική, η οποία μετατράπηκε η ίδια σε θρησκεία.”.
Για να επανέλθουμε όμως στην κατάσταση εξαίρεσης, σχολιάζει ο Αγκάμπεν:
“Αυτό που η επιδημία δείχνει ξεκάθαρα είναι ότι η κατάσταση εξαίρεσης, στην οποία οι κυβερνήσεις για πολύ καιρό μας έχουν συνηθίσει, έχει γίνει η κανονική συνθήκη (la condition normale). Οι άνθρωποι έχουν τόσο πολύ εξοικειωθεί να ζουν σε μια κατάσταση μόνιμης κρίσης που δεν φαίνεται να αντιλαμβάνονται ότι η ζωή τους έχει μειωθεί στο επίπεδο μιας καθαρά βιολογικής συνθήκης, και ότι έχει χάσει όχι μόνο την πολιτική της διάσταση, αλλά και οποιαδήποτε ανθρώπινη διάσταση. (...) Όπως οι πολιτειολόγοι προέβλεψαν, έχουμε φτάσει στο παράδοξο να παρουσιάζεται η παύση κάθε πολιτικής δραστηριότητας και κοινωνικής σχέσης ως υποδειγματική μορφή πολιτικής συμμετοχής. το παράδειγμα της βιοασφάλειας, το οποίο προσπάθησα να ορίσω, θα παραμείνει. Με ποιον όμως τρόπο θα παραμείνει; Θα παραμείνει υπό αυτήν την αξιοπερίεργη νόρμα της «κοινωνικής αποστασιοποίησης». Είναι αξιοπερίεργη αυτή η νόρμα, καθότι δεν αναφέρεται σε σωματική ή προσωπική αποστασιοποίηση, όπως θα ήταν φυσιολογικό εάν επρόκειτο για έναν ιατροτεχνολογικό μηχανισμό, αλλά στην «κοινωνική αποστασιοποίηση». Δεν θα μπορούσε να υπάρξει πιο σαφής διατύπωση ότι πρόκειται για ένα νέο πρότυπο οργάνωσης της κοινωνίας, δηλαδή, για έναν μηχανισμό θεμελιωδώς πολιτικό. Αλλά τι είδους κοινωνία είναι αυτή όταν βασίζεται στην απόσταση; Μπορεί μια τέτοια κοινωνία να συνεχίζει να χαρακτηρίζεται πολιτική; (...) Η επιδημία, η οποία προέρχεται από τη λέξη δήμος, είναι ένα πολιτικό φαινόμενο. Γράφεται ως εξής, παν-δημία, στην οποία ο δήμος δεν αποτελεί πλέον ένα πολιτικό σώμα αλλά απλώς ένα βιοπολιτικό-βιολογικό-πληθυσμό.”
Στο βαθμό που στην εποχή μας η κατάσταση εξαίρεσης έρχεται όλο και περισσότερο στο πρώτο πλάνο ως ο θεμελιώδης πολιτικός κανόνας, όπως ισχυρίζεται ο Αγκάμπεν, τότε όλοι ζούμε, τουλάχιστον δυνητικά, σε κατάσταση εξαίρεσης.
Το να ζούμε σε μια κατάσταση εξαίρεσης δεν σημαίνει ότι απλώς αποκλειόμαστε από το νομικό σύστημα ή από το νόμο. Συμπεριλαμβανόμαστε ακόμη στον νόμο, αλλά μόνο υπό τη μορφή της εξαίρεσης, δηλαδή, σε μια εξωτερική σχέση με το νόμο. Για αυτόν τον λόγο λέει ο Αγκάμπεν ότι είμαστε όλοι δυνητικά “sacri homines” (ιεροί άνθρωποι), των οποίων ολόκληρη η ύπαρξη διέπεται από το γεγονός ότι είμαστε κάθε στιγμή εκτεθειμένοι σε μια απεριόριστη απειλή του θανάτου.
Ο homo sacer είναι αυτός που δεν ανήκει ούτε στη σφαίρα του θετικού νόμου ούτε σε αυτή του φυσικού νόμου. Δεν έχει ούτε τα δικαιώματα ενός πολίτη ούτε τα ανθρώπινα δικαιώματα. Αναπαριστά, σύμφωνα με τον Αγκάμπεν, την πρωταρχική μορφή της ζωής στην κατάσταση της εξαίρεσης που έχει καταστεί κανόνας και με αυτόν τον τρόπο της ζωής που λαμβάνεται στο κυρίαρχο ανάθεμα: “Ό,τι βρίσκεται δέσμιο στο κυρίαρχο ανάθεμα είναι η φονεύσιμη και άθυτη ανθρώπινη ζωή: ο homo sacer”.
Στο σημείο αυτό ακριβώς εντοπίζει ο Αγκάμπεν την πρώτη άρθρωση της κυριαρχίας με τη βιολογική, γυμνή ζωή: «γυμνή ζωή πιασμένη στο κυρίαρχο ανάθεμα είναι η ζωή που είναι αρχικώς ιερή –φονεύσιμη και άθυτη· τούτο σημαίνει πως μπορεί να αφαιρεθεί, αλλά δεν μπορεί να θυσιαστεί– και, υπ' αυτή την έννοια, η παραγωγή της γυμνής ζωής είναι η πρωταρχική επίδοση της κυριαρχίας. Η νεωτερική πολιτική (la politique moderne) είναι από την αρχή έως το τέλος μια βιοπολιτική, της οποία το απόλυτο διακύβευμα είναι η ζωή καθ’ εαυτή».
Υπό αυτή την έννοια ο homo sacer καθίσταται το πρότυπο μιας ζωής που είναι εκτεθειμένη στο θάνατο και η οποία θεμελιώνει το παράδοξο της κυριαρχίας, συναρθρώνοντας την κυρίαρχη εξουσία και τη βιοπολιτική: «Όχι η απλή φυσική ζωή, αλλά η ζωή η εκτεθειμένη στο θάνατο (η γυμνή ζωή ή ιερή ζωή) συνιστά το αρχέγονο πολιτικό στοιχείο».
Αποφασιστικής σημασίας είναι το γεγονός ότι, όσο προχωρά η διαδικασία ανάδειξης πανταχού της εξαίρεσης σε κανόνα, η σφαίρα της γυμνής ζωής, τοποθετούμενης αρχικά στο περιθώριο της τάξης, ταυτίζεται προοδευτικά με την πολιτική σφαίρα, έτσι ώστε αποκλεισμός και περίληψη, εξωτερικό και εσωτερικό, βίος και ζωή, δίκαιο και γεγονός εισέρχονται σε μια ζώνη όπου δεν μπορούν να διακριθούν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της αμφίσημης αυτής ζώνης είναι ο διαχωρισμός των πολιτών σε αποκλεισμένους ή μη ανάλογα με τον αριθμό των πραγματοποιηθέντων δόσεων εμβολιασμού, με τον αριθμό να δύναται φυσικά να αλλάξει από τους κυριάρχους ανά πάσα ώρα και στιγμή.
Στα στρατόπεδα συγκέντρωσης των ολοκληρωτικών καθεστώτων η λογική του homo sacer αποκτά τη διάσταση ενός γενικευμένου παραδείγματος, καθίσταται ο «νόμος» του μοντέρνου. Όπως παρατηρεί ο Αγκάμπεν, ο ολοκληρωτισμός που σημάδεψε τον 20ο αιώνα έχει τη ρίζα του στην ταύτιση της ζωής και της πολιτικής, με άλλα λόγια, έχει τη ρίζα του στον ορίζοντα της βιοπολιτικής.
Ο Εβραίος που ζει υπό ναζιστικό καθεστώς είναι ένα προνομιακό αρνητικό αναφερόμενο της νέας βιοπολιτικής κυριαρχίας και, ως τέτοιο, μια πασίδηλη περίπτωση homo sacer, υπό την έννοια της φονεύσιμης και άθυτης ζωής.Το πλαίσιο στο οποίο η εξολόθρευση τους έλαβε χώρα δεν είναι ούτε η θρησκεία ούτε το δίκαιο, αλλά η βιοπολιτική.
Σχολιάζουν οι AvantGarde: “Το πώς το 2021, το κυρίαρχο νεοφιλελεύθερο βιοϊατρικό αφήγημα με αφορμή την «πανδημία», αποσιώπησε κάθε νομικό/ηθικό/κοινωνικό πλαίσιο περί βιοηθικής και δικαιωμάτων που διαμορφώθηκαν μετά τη φρίκη της ναζιστικής βιοϊατρικής εξόντωσης των «διαφορετικών», στο όνομα της «δημόσιας υγείας», δηλαδή της «υγείας» της άριας φυλής καθώς και του «καθήκοντος να είναι κανείς υγιής», δείχνει ότι πλέον βρισκόμαστε σε ένα επικίνδυνο σημείο αναβίωσης μιας τραυματικής συλλογικής μνήμης.
Χωρίς καμία αμφιβολία, ο κανιβαλισμός και η στοχοποίηση των ανεμβολίαστων δεν έχει κανένα υγειονομικό χαρακτήρα. Είναι ένα πολιτικό εργαλείο της άρχουσας τάξης και του κράτους, ανάλογο με τη στοχοποίηση, τους περιορισμούς και τις διακρίσεις στους οποίους έχουν υποβληθεί ιστορικά πληθυσμοί με βάση το χρώμα τους, το θρήσκευμά τους, την εθνότητά τους, τη φυλή τους, τις σεξουαλικές τους προτιμήσεις ή τις πολιτικές τους ιδέες. Οι κοινωνίες που θεσμοθετούν τέτοια μέτρα είναι ρατσιστικές, ανεξάρτητα από το λόγο που επικαλούνται για να λάβουν αυτούς του είδους τα «έκτακτα μέτρα»”.
Δεν είναι ωστόσο η πρώτη φορά που το κράτος εξαίρεσης επιβάλλεται για “υγειονομικούς” λόγους, καθώς και οι ναζί στις βρωμερές θεωρίες τους της ευγονικής επικαλούντο λόγους προστασίας της ζωής και της υγείας με στόχο «τη βελτίωση της γενετικής ποιότητας του πληθυσμού για την προάσπιση των συμφερόντων και της καθαρότητας της Αρίας φυλής».
Τι ευγενικός σκοπός ε;
Βιβλιογραφία:
Γεράσιμος Κακολύρης (διδάκτωρ σύγχρονης ηπειρωτικής φιλοσοφίας στο Τμήμα Φιλοσοφίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών): Μια φουκωική ανίχνευση των απαρχών της διαχείρισης της πανδημίας του κορωνοϊού Covid-19.
Giorgio Agamben – Homo Sacer: Κυρίαρχη εξουσία και γυμνή ζωή (1995).
Συνεντεύξεις του Giorgio Agamben σε διάφορα έντυπα.
Gianfranco Sanguinetti: Ο δυτικός δεσποτισμός (2020).
Avantgarde-Κόκκινη ορχήστρα Αθήνας (https://avantgarde2009.wordpress.com/)
Γεράσιμος Κακολύρης (διδάκτωρ σύγχρονης ηπειρωτικής φιλοσοφίας στο Τμήμα Φιλοσοφίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών): Μια φουκωική ανίχνευση των απαρχών της διαχείρισης της πανδημίας του κορωνοϊού Covid-19.
Giorgio Agamben – Homo Sacer: Κυρίαρχη εξουσία και γυμνή ζωή (1995).
Συνεντεύξεις του Giorgio Agamben σε διάφορα έντυπα.
Gianfranco Sanguinetti: Ο δυτικός δεσποτισμός (2020).
Avantgarde-Κόκκινη ορχήστρα Αθήνας (https://avantgarde2009.wordpress.com/)